Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

575 crimson surf

winter dawn paints red
shy waves that kiss the sand
in my coffee cup
Cars hiss by my window (The Doors)

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

Partenza amorosa

Les humanités vous rendent plus tolérant, plus généreux, plus sensible à la beauté du monde et plus respectueux des autres. Les humanités ne servent à rien d'autre qu'à vous rendre plus humain.
J. de Romilly, 2008

Όταν ήμουν μαθητής (ακόμη πιό νέος, δηλαδή :), είχα μια απώθηση για τα κλασσικά γράμματα. Τα "αρχαία" τα θεωρούσα αδιάφορα, άχρηστα και -ίσως προπάντος - ξεκομμένα (για τα λατινικά δε, ούτε συζήτηση: από πολύ μακρυά και καθόλου μα καθόλου αγαπημένοι). Η ενασχόληση μαζί τους ήταν είδος καταγκαστικού έργου: αναγκαία αλλά άχαρη δουλεία.
Συνήθως. Όχι πάντα. Ορισμένες φορές, η προσωπικότητα ενός καθηγητή ή άλλου "μεγάλου" μού ενέπνεε θαυμασμό - με κρατούσε στο παιχνίδι. Έβρισκα ενδιαφέρον. Και χαρά. Και, στο βάθος, ένα μυστήριο: ερωτήματα για την ενδεχόμενη σχέση ανάμεσα στην ανθρωπιστική παιδεία και την ανθρώπινη αξία.
Συνάντησα τα ίδια ερωτήματα αργότερα - και μάλιστα συχνότερα. Γνώρισα, έμαθα για ή και συναναστράφηκα ανθρώπους οι οποίοι με κέρδιζαν με την ποιότητά τους και, ταυτόχρονα, αντλούσαν έμπνευση από τον "κλασσικό" λόγο και πνεύμα.
Η Jacqueline de Romilly ανήκει σ'αυτήν την ακαταμάχητη πνευματική στρατιά. Πώς να αντισταθείς στο μέγεθος μιας Κυρίας η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στα αρχαία ελληνικά γράμματα, αγωνίστηκε για τη διατήρηση και ανάπτυξη του κλασσικού ανθρωπισμού - και μάλιστα διαμέσω των δύο πιο αιματηρών πολέμων της ιστορίας μας; Και μόνο ο τίτλος ενός από τα πολυάρθιμα βιβλία της που αφορά 'τη γλυκύτητα της ελληνικής σκέψης' (La douceur de la pensée grecque) αρκεί.
Είμαι πολύ ευχαριστημένος που δε γνώρισα τη Jacqueline de Romilly ως μαθητής. Θα την είχα στεναχωρήσει, είμαι σίγουρος. Θα μου πείτε, ούτε και αργότερα γνωριστήκαμε - εν ζωή, τουλάχιστον. Αλλά, σ'αυτά τα πράγματα, υπάρχει πάντα άφθονος χρόνος. Ή μάλλον, δεν υπάρχει καθόλου: ο χρόνος δεν έχει σημασία. Για το λόγο τον καλό, κάθε ώρα είναι καλή.
     Κυρια, μάς τιμήσατε.
     Κυρία, Σάς ευχαριστώ.
     Κυρία, καλη συνέχεια.
Κι'αν σ'αυτόν τον αγαπησιάρισκο αποχωρισμό υπάρχει πόνος, είναι μόνο δικός μου, ή - αν θέλετε- δικός μας. Διότι εκείνη είναι, καιρό τώρα, πέρα και πάνω απ'όλα αυτά.
Si dolce e il tormento (Claudio Mondeverdi, 1624)

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Take my hand

Because of its tremendous solemnity, death is the light in which great passions, both good and bad, become transparent, no longer limited by outward appearences.
A human being's eternal dignity lies precisely in this, that he can gain a history. The divine in him lies in this, that he himself, if he so chooses, can give this history continuity, because it gains that, not when it is a summary of what has taken place or has happened to me, but only when it is my personal deed in such a way that even that which has happened to me is transformed and transferred from necessity to freedom. What is enviable about human life is that one can assist God, can understand him, and in turn the only worthy way for a human being to understand God is to appropriate in freedom everything that comes to him, both the happy and the sad.
Søren Kierkegaard, “Either-Or”

Mrs B. arranged the flowers in the vase. She stared at the early winter sky outside: thick and flat, filling the window like a grey-brown store. She turned and drew her chair closer to the bed the man was lying on, half-crouched. She sent him a smile. “It looks we are in for some snow”, she said, softly. He smiled back, his eyes flashing a sparkle of wit. “Hope Tommy brings back my snow-shovel in time.”
Of course; that was him. Like he would ever scoop the snow again – or anything else, for that matter. Like these weren’t his last days under the sun. Like his body was not falling apart in watery shambles. But, then again, here lies the truth: a dying body – not a dying man.
“He’d better!” she giggled “or he’ll be in reeeal trouble.” Bending over to stroke his hair, she felt a strange lightness, a freshness blowing through her chest.
Here they were: two lovers taking a calm evening stroll. He would offer his arm. She would lean on and let him lead the way. Through an orchard of graceful trivia; of days well spent. Of life - serenely in its place. Of death - as it is.
Her other man (passed away three years now) was like this, too. Same fabric: solid and present. Caring. Filling the place as best he could.
The man was now breathing regularly. She stood up and paced towards the door. “Sleep well, my dear” she whispered. “And thank you” – under the quiet rain watering her cheeks.
Slow Marching Band (Jethro Tull)

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Taf sizons

Dear Prths,
We have been thoroughly reviewing your application and appreciate your perseverance towards joining the Order of the Red Nose.
However, the position is presently occupied by our trusted long-term associate Rudolf Reindeer.
Furthermore, please be advised that we plan no vacancies in 2010 or the coming years.
Thank you for your interest in our cause.
Merrily yous,
Santa

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Veritas curat: Χαίρεσθε

Όμορφη μέρα. Εδώ και κάμποσο καιρό σκέφτομαι (!) τις γυναίκες. Υπέροχα πλάσματα! Αναρωτιέμαι αν θυμόμαστε τί σημαίνει "γυναίκα" - για τον καθένα και για όλους μας. Και - ιδίως - αν οι ίδιες οι γυναίκες θυμούνται πώς και πόσο αξίζουν να αγαπηθούν. Γενικά; Ναι, έτσι γενικά. Τόσο γενικά. Και ειδικά, βεβαίως-βεβαίως :)
Ίσως ο εξισωτικός (ή ισοπεδωτικός) πολιτισμός μας έχει στριμώξει τις γυναίκες σε σημείο να ξεχνούν ή και να αρνούνται την αξία και τη μοναδικότητά τους. Ίσως και τους άνδρες να μάς έχει αποπροσανατολίσει άλλο τόσο (να τα λέμε κι'αυτά...) Και όλοι μαζί να σπαταλάμε ενέργειά για να ξαναβρούμε θεμελιώδεις αλήθειες - "τον τροχό".
Ακούστε: απλά πράγματα. Τό'πε ξεκάθαρα το αγγελούδι: χαίρε, ευλογημένη. Το είδαμε - την πρώτη στιγμή που ανοίξαμε τα μάτια μας. Το θυμίζει ζεστά στα Σλάβικα και η Divna Ljubojevic, με τη γενναιόδωρη λαλιά της. Radujsja - χαρείτε.
Λουκ. 1:28 (Divna Ljubojevic)

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Καπνιζόντων: one breath closer to death

Τελευταία, όταν ανάβω τσιγάρο και τραβάω, σκέφτομαι το δώρο της ανάσας. Τη γλύκα της αναπνοής που με δένει με τη ζωή και κάθε-τί ζωντανό. Τον πόνο που θα ένιωθα αν στερηθώ αυτή την τόσο απλή – αλλά και υπέροχη – απόλαυση. Και το μέγεθος της πολυτέλειας που διαθέτω: να διαλέγω το ρυθμό της, να την αισθάνομαι, έως και να τη «διανθίζω» με το άρωμα του καπνού. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι τόσο τυχεροί…

… je ne pus tenir plus de quelques instants. J'avais l'impression de me noyer et une angoisse terrible, celle de la mort elle-même, m'étreignit. Malgré moi, tous les muscles de mon corps se bandaient inutilement pour m'arracher à l'étouffement. Malgré moi, les doigts de mes deux mains s'agitèrent follement…
Henri Alleg, La Question, 1958

F. Sommers, 1939Έτσι περιέγραψε την "ανακριτική μέθοδο" του πνιγμού (waterboarding, στην αγγλική) ο γάλλο-αλγερινός δημοσιογράφος Henry Alleg, πολιτικός κρατούμενος και θύμα βασανιστηρίων από το γαλλικό στρατό κατά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας της Αλγερίας. Διακριτική μέθοδος: δεν αφήνει σωματικά ίχνη. Και αποτελεσματική: διαλύει την αντοχή, μέσα από την επαναλαμβανόμενη εμπειρία του "σχεδόν-θανάτου". Και – όπως όλα τα βασανιστήρια – όχι μόνο εκμηδενίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια αλλά και προκαλεί μόνιμες ψυχικές βλάβες. Σημαδεύει για πάντα.
Ο Khalid Sheikh Mohammed, μέλος της al-Qaeda και κατηγορούμενος για τη διοργάνωση της επίθεσης της 11ης Σεπτ. 1998 και άλλων τρομοκρατικών ενεργειών, υποβλήθηκε στο βασανιστήριο του πνιγμού 183 φορές. Σύμφωνα με τον George Bush, πρόεδρο των ΗΠΑ κατά την περίοδο της ανάκρισής του, οι βασανιστές του απέσπασαν πληροφορίες οι οποίες απέτρεψαν την επιτυχία νέων επιθέσων – ειδικότερα κατά του Λονδίνου. Γραπτά και σε ομιλίες του, ο Bush εξήγησε ότι η διαταγή για ανάκριση με κάθε ‘νόμιμο’ μέσο, όπως και οι άλλες αποφάσεις της ηγεσίας των ΗΠΑ κατά τον ‘πόλεμο κατά της τρομοκρατίας’, ήταν αναγκαίες. Επιβεβλημένες - για να σωθούν ζωές. Αποφάσεις που οδήγησαν στην κατοχή του Αφγανιστάν, την εισβολή στο Ιράκ και τόσα άλλα δράματα.
Φαίνεται οτι όπως η οικονομία της αγοράς στηρίζεται σε πλασματικά μεγέθη, έτσι και η αγοραία πολιτική έχει το δικό της αυθαίρετο σύστημα αξιών. Τη λογιστική του ανθρώπινου πόνου. Το ισοζύγιο της βίας. Πέρα από τους λογαριασμούς, όμως, ποιός δεν το ξέρει; Μπροστά στη γυμνή αλήθεια της βαρβαρότητας, πόσο μετράνε όλα αυτά τα "επιχειρήματα"; Ούτε μισή τουλίπα απ’τον καπνό ενός τσιγάρου.

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Στόκχολμ σύντρομ

Το Σεπτέμβρη βρέθηκα στην πόλη της Στοκχόλμης. Όμορφη πόλη. Φωτεινή – παρά την κακή φήμη για το βόρειο κλίμα (που τη θέλει ψυχρή και σκοτεινή), με υποδέχτηκε με ήλιο. Και βροχή – είναι αλήθεια. Αλλά βροχή γλυκειά, ήπια, γελαστή. Αυτή που παίζει με τους ανθρώπους (και με τα νεύρα των Μεσογειακών κακομαθημένων σαν του λόγου μου).
Παλιά, σε χώρες φοβισμένες και καχύποπτες (πάνε αυτά – τώρα είμαστε καμαρωτή Ευρώπη), οι συνοριακοί φύλακες ρωτούσαν βαριεστισμένα το σκοπό της επίσκεψης "what is the purpose of your trip – business or pleasure?" "Pleasure – always pleasure" θα απαντούσα, πάντως. Διότι είναι πάντα χαρά να βρίσκομαι σ’αυτήν την πόλη – και αυτή τη χαρά δεν θα’θελα να μού τη στερήσω. Ούτε να την κρύψω.
Έχω πολλούς λόγους να αγαπώ τη Στοκχόλμη. Έχει πολλούς συμπαθητικούς ανθρώπους (α, ναι – επίσης και πολλές όμορφες γυναίκες :) Πολλά και ωραία ποδήλατα – πράγμα ευχάριστο για κάθε ποδηλατό-εξαρτημένο. Και πρασινάδες – πλούσιες και θαλερές.
Η Στοκχόλμη αγαπάει το φως: όλα στην πόλη είναι ρυθμισμένα για να συλλάβουν το φως και, στη ζωντάνια του, να αναδειχθούν. Είναι ένας τόπος που υμνεί το φώς – μια υπενθύμιση της μοναδικής αξίας του. Έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε.
Όχι οτι τελικά δεν ξεχνιόμαστε, βέβαια. Ξεχνιόμαστε, ξεχνιόμαστε... Διότι η Στοκχόλμη είναι επίσης πόλη που χάνεσαι. Εγώ, δηλαδή. Για παράδειγμα: δεν κατάφέρνω να τηρήσω ραντεβού. Κάτι ο καλός καιρός, κάτι τα φορτωμένα προγράμματα, κάτι η σουηδική τηλεφωνία που δεν με συμπαθεί (παραμένω μεγαλόθυμος - δεν κρατάω κακία στον Lindman ), η Στοκχόλμη με προτρέπει να (ανα)γνωρίζω το μοναχικό εαυτό μου. Εν τη σοφία της –και με τον τρόπο της- μου προσφέρει ακόμη μια ευκαιρία να ξεχαστώ και να με ξανα-αναζητήσω. Ενδεχομένως.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Sea of tears

Twenty million people are left homeless and six million face imminent starvation, with little or no locally produced food available for at least the next two years.The sixth most populous country in the world - with 170 million people - stuggles to recover from a flood that literally submerged one-third of the nation under water, while, in a cruel twist of fate, leaving many without fresh drinking water.
International news, July 2010

First we were poor but had honour. Now we are beggars and have no shame.
Anonymous Pakistani family man, Aug. 2010

Οι πλημμύρες στο Πακιστάν ρήμαξαν μια έκταση του μεγέθους της Ιταλίας. Χιλιάδες χάθηκαν και σχεδόν 20 εκατομμύρια άνθρωποι απειλούνται από κακουχίες, ασιτία, επιδημίες, κοινωνικη διάλυση. Από το δέος και το φόβο - τους φονιάδες της ψυχής.
Εδώ μαίνεται ο πραγματικός "πόλεμος κατά της τρομοκρατίας": της απόλυτης, της κυνικής, της ολοκληρωτικής. Της βίας που σκοτώνει με τον τρόμο και την αδιαφορία. Με τη διαγραφή. Με την άρνηση της αξιοπρέπειας και τη στέρηση του ανθρώπινου (αυτο)σεβασμού.
Πόσο μας κοστίζει να αναγνώρισουμε οτι αυτοί οι μακρινοί και μαυριδεροί ξεσπιτωμένοι είναι άνθρωποι - σαν εμάς; Κι'όμως: η πικρή αλήθεια είναι οτι συχνά (επιλέγουμε να) αγνοούμε την ύπαρξή τους. Στην προηγμένη, πολιτισμένη και βολεμένη κοινωνία μας περισσεύουν. Το "παγκοσμιοποιημένο" χωρίο μας δεν τους χωράει.
Εκείνοι όμως μας χωράνε. Και - ας μην μας παραξενέψει - ίσως, κάπου-κάπου προσεύχονται για μάς. Όπως ο Nusrat Fateh Ali Khan σ'αυτόν τον απογειωτικό αυτοσχεδιασμό qawwali.

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

Καπνιζόντων: Aeolian spirits

Απόγευμα, πριν λίγο καιρό, μετασταθμεύοντας σε δρόμους υπόγειους, είπα να πιώ έναν καφέ (με τσιγάρο, εννοείται) στο Μοναστηράκι. Αρχικά, κάθησα πλάι σε μια παρεα ξένων, αλλά τα βλέμματά τους μού έδωσαν να καταλάβω οτι ο καπνός ενοχλεί και άλλαξα θέση - απομακρύνθηκα.
Η νέα θέση μ'έφερε φάτσα-κάρτα με το χαμόγελο του Στρατή. Μελαχροινός, δεμένος και μάτι διψασμένο για παρέα. Καβούρια είχε η καρέκλα του: στριφογυρνούσε, κοίταζε, απηύθυνε το λόγο στο προσωπικό του καφενείου, το αφεντικό, τους θαμώνες, τους περαστικούς που μπαινόβγαιναν.
Μπήκα στο οπτικό του πεδίο. Με πέρασε μια ταχεία αξονική και με ρώτησε κάτι για το μετρό - εκείνες τις μέρες οι ώρες λειτουργίας ήταν άτακτες λόγω απεργιών. "Και πώς σ'λιέν φίλ'; Γιώργο. Α, ωραία - ιγώ'μ' ου Στρ'τής" - μύρισε Λέσβο το μαγαζί. Αιολία κι πάσης (Μεγάλης) Ελλάδος..
Κουβέντα στην κουβέντα βρεθήκαμε να ξεκαπακώνουμε (τί άλλο;) ούζα Μυτιλήνης. Και ξανά-ούζα και δώστου-τράβα συζήτηση. Περαστικός" στην Αθήνα - ο πατέρας του αρρώστησε ξαφνικά και "ευτυχώς τον μεταφέραμε γρήγορα σε νοσοκομείο εδώ". Ζόρικα τα πράγματα – οι γιατροί σκοτεινιάζουν σαν δίνουν νεα. Είναι και ο αδελφός του κοντά (μικρότερος αλλά μέγεθος ντουλάπα τρίφυλλη και σκληρός σα μαντέμι) -κάνουνε αποστολές οι δυό τους Λέσβο-Αθήνα να παραστέκονται στον πατέρα.
Κάτσαμε ως αργά. Σχολείο. Ο Στρατής παρέδινε μαθήματα από τη σοφία των απλών, καθαρών ανθρώπων. Ξεκούκκιζε τις κουβέντες σα κεχριμπαρένιες χάντρες: διάφανες και γήινες. Ο πατέρας του άντρας του παλιού καιρού: έκανε τα δικά του στα νιάτα του και μετά έδεσε και στρώθηκε να ασχοληθεί με οικογένεια. Και κορώνα του η κυρά και τα τρία τους παιδιά. Σωστός!
Το παράπονο του Στρατή είναι με τους ανθρώπους στην Αθήνα. Ακατανόητο: δεν τού μιλάνε. "Είμ' κι μαύρους-μαύρους - γύφτους!" είπε πικρογελώντας. "Να, προχθές ρώτ'σα μια κοπελιά το δρόμο κι'ούτ' μ'απάντ'σι ". Του ματώνει την καρδια αυτή η ξενιτειά, οι κλειστές φάτσες. "Στο νησί τους ξέρω όλους, μιλάω με όλους. Είμαι ο Στρατής – άνθρωπο δεν έχω βλάψει – και η οικογένειά μου όλα τα παλεύει".
Πάρτα (παπάρα!) Ν'ανοίξει η γή να με καταπιεί – τον "Αθηναίο". "Φοβούνται, στην Αθήνα", του είπα. Έτσι είναι. Μας έχει σκοτώσει ο φόβος πριν την ώρα μας. Και δεν ξέρουμε και γιατί, ρε γαμώτο. Δεν ξέρουμε τί ακριβώς ρισκάρουμε – τα χάλια μας;
Αυτά Στρατή. Αυτά και στην υγειά σου.
Κάνε τσιγάρο.

Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

Chinese operette: Tenda di fine

Έβαλε τα δυνατά του ο γνωστός μου κι' έφτασε στο τελευταίο χειρόγραφο του κουτιού. Θέλησε να ολοκληρώσει τις σινολογικές του μελέτες πριν φύγει για διακοπές - όλα κι'όλα. Αυτό το στερνό, από άλλο χέρι: διαφορετικό γράψιμο, αλλιώτικο ύφος.

Τον ευχαρίστησα και, με την άδειά του, το αντέγραψα . Να το θυμάμαι, γιατί ξεχνάω εύκολα (είναι και το ατύχημα στην κούνια, το Alzheimer, το καντήλι που σώνεται - όλα αυτά).

Γνωρίστηκαν σε ένα τεϊοποτείο. Την είχε προσέξει καιρό πριν να συχνάζει στη γειτονιά. Από την πρώτη φορά που την αντικρυσε, τον μάγεψε: όμορφη, γεμάτη χάρη, απερίγραπτα ερωτική. Απλά υπέροχη. Όταν του μίλησε, σχεδόν παρέλυσε - αράδιασε ένα σωρό ανοησίες.
Σύντομα μετά τη γνωριμία τους ξαναβρέθηκαν "τυχαία" και μοιράστηκαν γλυκό κρασί που εξελίχθηκε σε ασυγκράτητες ερωτοτροπίες. Ούτε κατάλαβαν πότε και πώς χύθηκαν ο ένας πάνω στον άλλο - η έλξη ήταν ανεξέλεγκτη.
Στην πρώτη τους κουβέντα, όταν αντάλλάξαν τις ιστορίες τους - και λίγο πριν τα σώματά τους αγγίξουν και λυώσουν στα φιλιά και τα χάδια - τού είπε δυό πράγματα. "Είμαι σε μια σχέση" και "Α! Εσύ είσαι συντροφικός!".
Τον κάλεσε τη μεθεπόμενη το βράδυ σπίτι της. Έκαναν έρωτα και κοιμήθηκαν τυλιγμένοι. Την άλλη μέρα του είπε οτι χώρισε - και οτι αισθανεται σαν να είχε πλαγιάσει με άλογο. Εκείνος πάλι, ότι ζώο και να ήταν, πετούσε στα ουράνια.
Της ζήτησε και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του - ήθελε να μη στερείται την παρουσία της στιγμή. Την έλεγε "το μισό μου πορτοκαλάκι". Έτσι αισθανόταν στην αγκαλιά της. Έβρισκε το ταίρι του, το "είναι" που συμπληρώνει το δικό του και κάνει το κύτταρό του να τραγουδάει.
Παραπατούσαν σχεδόν δυό βασανισμένα χρόνια. Δράμα: μπρος-πίσω, κοντρα στην κόντρα, χωρισμός και σμίξιμο, λαχτάρα και απώλεια. Όλα μαζί - αταίριαστο τανγκράμ. Και, πάνω απ'όλα, βία. Βία δική του: σκληρότητα, ταπείνωση, σαρκασμόςα, αδιαφορία, σιωπηλή και εκρηκτική οργή - μια μεθυσμένη νύχτα έφτασε να τη χτυπήσει. Βία δική της: ψέμμα, χειρισμός, υποκρισία, ενοχοποίηση, εξευτελισμός, αναίδεια, συνεχής πρόκληση. Ύφαναν ανάμεσά τους ένα μαύρο πέπλο από πόνο, δάκρυα, θλίψη, πίκρα. Σκοτάδι. Και όσες φορές προσπάθησαν να το διαπεράσουν - να βρεθούν - τσακίστηκαν πάνω του.
Ίσως ήταν αναγκαίο όλο αυτό το βάσανο για να καταλάβουν; Οι πρώτες φράσεις της ήταν προφητικές - τα είχε πει όλα. Η ίδια ήταν και συνέχισε πάντα να είναι σε μια σχέση: με το παρελθόν της, το χθές, τους διάφορους - πρόσφατους ή παλαιότερους - ερωτικούς συντρόφους της. Αυτές οι σχέσεις είναι ότι κοντινότερο έχει ζήσει στην κάλυψη των συναισθηματικών και υλικών αναγκών της - η Νιρβάνα της σε τεύχη. Κι'όχι μόνο διότι αντιμετωπίζει τις σχέσεις ως "δούναι και λαβείν"- δηλαδή έμαθε να πορεύεται με τις συνδρομές των πρώην ή επίδοξων εραστών της. Αλλά, ακόμη περισσότερο ίσως, διότι η αποδοχή που βρίσκει στις πολυάριθμες ερωτικές περιπέτειες ανακουφίζει τον πόνο από τις πληγές των παιδικών και νεανικών της χρόνων: την απόρριψη, την αποξένωση, την αδιαφορία, την ανασφάλεια. Γονείς και οικείοι την πότισαν ενοχές, επιθετικότητα και μια ασίγαστη μνησικακία για το άδικο σύμπαν και - ιδίως - τους άνδρες. Εισέπραξε το μαύρο απόσταγμα από τα δικά τους πάθη.
Και, ναι, εκείνος ήταν "συντροφικός" - εμμονικά. Προσκολλημένος σε θραύσματα από το παρελθόν του, στην εξωραϊσμένη εικόνα της συμπόρευσης των δύο που χτίζουν μαζί κοινό αύριο και μοιράζονται καλές και δύσκολες μέρες. Έψαχνε να ανακατασκευάσει μια παραδομένη (και τελικά εξαρτημένη) "συντροφικότητα". Ένα εγωϊκό φάντασμα, μιας άλλης εποχής. Όχι τυχαία: από παιδί έμαθε να μοιράζεται εκτίμηση, αναγνωριση, αποδοχή, ενθάρρυνση με το στενό του περιβάλλον: φίλους, συγγενείς, συνεργάτες. Υπερπροστατευτικοί γονείς (και κυρίως μάνα) τον δίδαξαν ένα ρομαντικό σύμπαν όπου η προσφορά είναι φυσική χαρά, όλοι έχουν τη σεβαστή τους θέση και ο άνδρας ξέρει και πράττει το σωστό. Και αυτό το σύμπαν κόσμημα και μήτρα του έχει τη γυναίκα - χαρά μαζί και εξιδανικευμένο σύμβολο.
Διαφορετικές πορείες, διαφορετικές ανάγκες, διαφορετικά ζητούμενα. Διαφορετικά και αταίριαστα. Και, αντί για αγάπη, αντάλλασαν εκβιασμό για να φέρουν ο ένας τον άλλο στα μέτρα του - να παραδώσει αυτό που τόσο επιτακτικά ζητούσε το "εγώ" καθενός. Δυό μισότυφλοι ζητιάνοι που προτείνουν ο ένας στον άλλο το βρώμικο καθρέφτη του.
Κάτω από τις συγκρούσεις και την απουσία συνενόησης υπάρχει, τελκά, μάλλον το ακριβώς αντίθετο: καταλαβαίνονται πολύ καλά. Γνωρίζουν πως η λαχτάρα να ενωθούν θα μείνει ανεκπλήρωτη - όπως ίσως και η κάλυψη των εγωϊκών προσδοκιών τους. Κι' αυτή την αλήθεια πώς να τη χωρέσουν; Και πώς να τη μοιραστούν - αφού περιέχει την ίδια της την άρνηση;

Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

Ως αληθώς

Από Εκείνην τρυγήσαμε το σταφύλι της ζωής. Από Εκείνην γεωργήσαμε το σπόρο της αθανασίας. Για χάρη μας, έγινε διαμεσολαβήτρια κάθε ευλογίας. Δι' Εκείνης, ο Θεός έγινε άνθρωπος - και ο άνθρωπος Θεός.
Ιωάννης Δαμσκηνός. Β' Εγκώμιος λόγος της Κοιμήσεως της Θεοτόκου

Χρόνια Πολλά. Η Παναγιά μαζί μας.
Η μορφή της Θεοτόκου με συγκινεί πάντα - από παιδί. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς: η θηλυκή, η μητρική πλευρά του πνεύματος υπάρχει μέσα σε όλους μας, προαιώνια και αναλλοίωτη. Σύμβολο διαρκές της τρυφερότητας, της στοργής, της αφοσίωσης, της προσφοράς, η Μάνα του Χριστού είναι η αόρατη παρουσία που δεν θα μας αρνηθεί στη δύσκολη ώρα. Η θύμιση της δύναμής του ανθρώπου να συντρέχει και να θεραπεύει. Να ξεπερνά τις ανάγκες του μικρού του "εγώ" και να βρίσκει τον εαυτό του στο βίωμα του "εσύ" και του "εμείς".
Ίσως πάνω απ'όλα, όπως και ο Υιός της, η Υπεραγία είναι μια αλήθεια για τα όρια μας - ή μάλλον την ανυπαρξία τους. Ένας φάρος που, και στα πυκνότερα σκοτάδια του φόβου, μάς θυμίζει την απόλυτη υπεροχή της Αγάπης. Το σκοπό και το δρόμο. Το άφατο νόημα.
Η εξύμνησή της είναι αναγνώριση της Χάρης: του δώρου που γίνεται από τον άνθρωπο προς τον άνθρωπο. Άξιον εστί, λοιπόν, εδώ τραγουδισμένο από ένα αηδόνι της Χριστιανοσύνης του Λεβάντε - εκεί που χαράζει ο ήλιος και η γλύκα της Μεγαλόχαρης ζωντανεύει κάθε αυγή, για όλους τους πονεμένους κάθε πίστης.
Άξιον εστί (Soeur Marie Keyrouz)

Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

Hiroshima lacrimosa

Μια φιλική φωνή στoν Ιστό μου υπενθύμισε τη χθεσινή θλιβερή επέτειο: το βομβαρδισμό της Hiroshima, στις 6 Αυγούστου 1945. Την πρώτη φορά που ένα πυρηνικό όπλο (τεχνολογικά καινοφανές τότε - μουσειακό παιχνίδι για τα νεώτερα δεδομένα) χρησιμοποιήθηκε σκόπιμα εναντίον ανθρώπων.
Εναντίον πληθυσμού, για την ακρίβεια: σχεδόν όλα τα θύματα ήσαν άμαχοι. Kι'αυτό δεν έχει, ίσως, τόση σημασία. Στρατευμένοι ή πολίτες, άνδρες ή γυναίκες, παιδιά ή γέροι: όλοι είναι ανθρώπινες υπάρξεις. Ζωές που χάθηκαν και ζωές που καταστράφηκαν. Δρόμοι που έκλεισαν με καυτηριασμό.
Το πρόσωπο της βίας στη Hiroshima είναι αποκρουστικό. Πρώτα, για την έκταση - ή σε μια ισοδύναμη οπτική γωνία - για την ταχύτητα του φονικού. Η επίθεση εγγράφεται σ'ενα μακρύ κατάλογο από μαζικές αιφνίδιες βαρβαρότητες: τους βομβαρδισμούς, τα στρατόπεδα εξόντωσης, τις πράξεις γενοκτονίας.
Αλλά, επίσης, για το βαθμό του ολέθρου. Η έκρηξη εξόντωσε σχεδόν κάθε τί έμβιο στην περιοχή. Επέβαλε την επιστροφή στη στείρα γη - το θάνατο. Να ένα πείραμα άρνησης της ζωής, μια δοκιμή του τέλους - με "Τ" κεφαλαίο και στίξη.
Η Hiroshima φέρνει μια ταραχή στα σπλάχνα. Χρειάζεται, φαίνεται, μια κλίμακα, μια "ποιότητα" για να συγκινηθούμε. Μια κλωτσιά στο στομάχι, μήπως;
Νιώθω χρέος, ευγνωμοσύνη σ'αυτούς τους ανθρώπους. Με τον πόνο τους έστησαν ένα ορόσημο για τα μακρυνά όρια του κακού μέσα μας. Για το πού μπορεί να φτάσει το μίσος, η οργή, η έπαρση, η αδιαφορία, ο φθόνος. Πάθη δικά μου, δικά μας - όχι "κάποιων άλλων". Διότι όλα ανθρώπινα. Κι'αυτό είναι, νομίζω, το πιο τρομακτικό.
Θύματα ή θύτες, εξηνταπέντε χρόνια αργότερα, οι ελάχιστοι επιζώντες μάρτυρες του βομβαρδισμού πλησιάζουν το τέλος της φυσικής παρουσίας τους. Όταν κάποιοι ρωτήθηκαν πώς αισθάνονται, αρκετοί είπαν: "Έκανα απλά το καθήκον μου". Πιστεύω οτι σιωπηρά ή μεγαλόφωνα εννοούν επίσης "ο Θεός να μας συγχωρήσει..."
Και, ίσως βαθύτερα: "...διότι ο ίδιος δυσκολεύομαι πολύ".

Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

Chinese operette: MièMǎ

Εργάσθηκε άοκνα στα κινέζικα χειρόγραφα ο σινομαθής γνωστός. Σέβομαι την ανάγκη του να τα μελετήσει - καλή η αρχαιοφιλολογία - αλλά τον παρακάλεσα να μην εξαντλείται.

Δε με πάει. Μα καθόλου. Ήρθε καλοκαίρι και σ'όλα τα μέτωπα έχω βαλτώσει. Πρώτα απ'όλα, ο Τσί'Ου: μουλάρωσε για τα καλά. Μ'έδιωξε απ'το σκατογραφείο και μού'δινε εξωτερικές δουλειές για πέντε ψωρο-δεκάρες. Μόλις τον πίεσα να τηρήσει τα υποσχεμένα, τις έκοψε και αυτές και με σχόλασε εντελώς. Το παλιοτόμαρο: κατάλαβε οτι αν ξεράσω αυτά που ξέρω για πάρτη του θα γίνει ρόμπα στη ΓιούΦο, το Νησί κι'όλη την πιάτσα. Και, βέβαια, ξέρει: όταν ανοίγω το στόμα μου δεν τα φυλάω. Και του αξίζει μια γερή ξεφτίλα - όλη δικιά του. Μόνο να με εκμεταλλευτεί ήθελε.
Όλα μου βγαίνουν δύσκολα. Ο ΦούΓουα δε λέει να ξεκολλήσει απ'τη ΛιούΝα και τα δικά του. Τον βολεύει να βλεπόμαστε πού-και-πού, αλλά μέχρι εκεί. Δε λέω, την τελευταία φορά τον έψαξα και, ότα ανέλυσα τις οικονομικές δυσπραγίες μου, έβγαλε και μού άφησε 300 γουάν. Προθυμοποιήθηκε και να με βοηθήσει να βρω δουλειά. Κανονίσαμε και να με πάρει μαζί εκδρομή στο βουνό, να δω το σόι της αδελφής του (καλός και γλυκός άνθρωπος κι'αυτή και όλη η οικογένεια). Αλλά ως πού μπορώ να δώσω βάση - να ακουμπήσω;
Όμως, τη μεγαλύτερη διάψευση πάλι ο ΜιέΜα μου έδωσε. Βρεθήκαμε, περάσαμε ωραία μαζί τη μεγάλη γιορτή της Άνοιξης. Τον εμπιστεύτηκα: του είπα ορισμένα πράγματα για τις παρτίδς μου με τον Τσί'Ου και το ΦούΓουα - έτσι, για να ξέρει με ποιά γυναίκα έχει να κάνει. Αναστατώθηκε - λέει - ο ξενέρωτος και έφυγε. Τί να περιμένω - τυχαία τον λένε ΜΜ;
Αργότερα ξανάρθε - τάχα οτι ενδιαφέρεται για μένα. Όμως πλάτη να σπρωξει ή χέρι στην τσέπη δεν έβαζε. Κι'από πάνω, κατάλαβα οτι με θεωρεί χυδαία: χαμένη, τσόκαρο και ψεύτρα. Δεν με εμπιστεύεται, λέει το ζώον. Θύμωσα πάρα πολύ με τον τεράστιο εγωϊσμό του - αποφάσια να τον διαγράψω. "Τί αξίζει να ζείς; Σκοτώνουν τ'άλογα όταν γεράσουν!" τού'πα. Καλα να πάθω: αφού αγάπησα τέτοιο νούμερο άχρηστο, αχάριστο και αναίσθητο - που κακό ψόφο νάχει.
Διότι εγώ ανήκω στη ζωή, προσφέρω. Και όσο αναπνέω, τρία πράγματα υπερασπίζομαι: αγάπη, δίκαιο, ελευθερία. Και αν προδώσω τις αρχές μου, να μη με λένε ΤσουΛί. Capisce?

Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

Veritas curat: μέρες του Αυγούστου

Καλέ μου φίλε,
Ξέρω - τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Περνάς δύσκολες μέρες. Ώρες σκληρές. Καιρό τώρα βλέπεις άνθρωπο δικό σου, αγαπημένο, να σβήνει. Σταγόνα-σταγόνα, το σώμα του αδειάζει από ενέργεια. Και, ίσως ώρες-ώρες, μπαίνεις στον πειρασμό να αισθάνεσαι αποκαμωμένος, ανήμπορος, αδύναμος ή "λίγος".
Αν μου επιτρέπεις, σε παρακαλώ αυτές τις ώρες να μη διστάζεις να παίρνεις από τους ανθρώπους - όταν νιώσεις χρεία. Δίνε στους άλλους την ευκαιρία να βγάλουν, να καταθέσουν κάτι από τον εαυτό τους. Και μην ανησυχήσεις στιγμή. Το ξέρεις: η κακοήθεια, η μικρότητα, ο φθόνος δεν μπορούν να σε βλάψουν. Όπως είπες κάποτε: οφείλουμε το πάρε-δώσε μας να στιγματίζεται από την αλήθεια, για να έχει ποιότητα και ουσία.
Δες γύρω και μέσα σου την αλήθεια σου: την αγάπη μεταξύ σας. Απλά αλάζει σχήμα - δεν μικραίνει. Δες τον κόσμο που χτίσατε μαζί, με τον άνθρωπό σου, στην καρδιά σου. Στέρεος, όμορφος και πολύτιμος. Ακόμη και η αξιοπρέπεια, η αποδοχή με την οποία φεύγει είναι άλλο ένα δώρο. Και πόσα άλλα - όχι μόνο στη μνήμη σου αλλά και φυλαγμένα, να τα ανακαλύψεις με χαρά και συγκίνηση αύριο... Έχεις πολλά. Για σένα. Για να τα μοιράζεσαι. Για καλό.
Με ευχές για τον καινούργιο μήνα - πάντα,
Prths

Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

1+1

Ο Έρωτας δεν θά'ναι πια σχέση Άνδρα με Γυναίκα, αλλά Ανθρώπου με Άνθρωπο. Θα στέκει πιο κοντά στην ανθρώπινη φύση - γεμάτος άπειρη απαλότητα και σεβασμό, ενάρετος και καθάριος σ'όλα εκείνα που σμίγει και χωρίζει. Θά'ναι ο έρωτας που προετοιμάζουμε με αγωνία και μόχθο: δυο μοναχικοί Άνθρωποι, που θα προστατεύουν, θα συμπληρώνουν, θα οριοθετούν και θα αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο.
R.M. Rilke, Γράμματα σ'ένα νέο ποιητή, VII. Ρώμη, 14.05.1904

Κι' απόψε την ένιωσα - ξανά. Το κάθε τί στην παρουσία της είναι η τελειότητα της Γυναίκας. Κάθε ανάσα της άρωμα που με μεθάει. Κάθε κίνηση χορός που αιχμαλωτίζει τη ματιά μου. Η φωνή της αχτίδα που βάφει πορφυρά τα σπλάχνα μου. Η ματιά της σφραγίζει ρίγη στο κορμί μου. Το σώμα της Ιερό για τα αναθήματά μου. Το άγγιγμα... Πώς να σκεφτώ το άγγιγμα;
Μα τί είναι αυτό; Γιατί; Μήπως είναι ένα μήνυμα, μια υπενθύμιση; Ένα ίχνος από εποχές αρχαίες και αθώες, πριν η ζωή χωρίσει στα δυό. Ένα κύμα που μαρτυράει στον αφρό τα ύφαλα της ψυχής μου. Εκεί, στο βυθό, όπου κοιμάται το όνειρο του απόλυτου, του θείου έρωτα. Από πάντα - όταν το χέρι Του χάραξε το υπέδαφος της ψυχής μου.
Αυτό είμαι. Δεν γίνεται - δεν πρέπει - αλλιώς. Μην πιστέψτε οτι είναι μαγεία, έργο σκόπιμο ανθρώπων. Μην ψαχνετε μάχη - ο "εχθρός" είναι στο στρατηγείο μου. Πείτε: "ένα θαύμα". Μόνο να ευγνωμονώ μπορώ για αυτή τη χάρη: να λατρεύω μυστικά το άλλο μισό που ζητάει να ενωθούμε - και να το αναζητώ.
Σε κάθε γωνιά. Του δρόμου.

Πολιτεία: Γωνιά-γωνιά (Μ. Θοδωράκης, 1976)

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Mirror, my mirror...

I hate it when she calls me like that! Once I used to like this job. Now I am mostly sick and tired of it. "Mirror, my mirror" day after day... Give us a break, for mercy! Such a human idiom to be so ungrateful.
People keep telling all sorts of tales about me, but my role in them is very depreciated. Hugely! Their stories fail to mention that I am the true force behind the plot. Snow-White, the Prince, the Seven Imps: mere pawns under my spell, servants to my appetite for distruction, my hatred. I handle them, I play them around, I manipulate them. And that's more than they deserve - filthy creatures, with their pride and pains and joys and excrements and all. None measures up to my perfection - my quality.
I loath each and every of them. Take the short ones, for instance: waking up at impossible hours, singing along idiotic tunes, scraping all day the rock for minerals, attending their petty affairs. I resent their dignity, their dilligence, their devotion. Living dwarfs - disgusting!
But what can one do? The cause of misunderstanding is etched on my face. It reads: "I KNOW THE TRUTH - I ALWAYS TELL THE FACTS". Everybody thinks that these are one and the same reinforced statement - not two. The subtle sincerity of my Maker escapes them.
I know the Truth: I am only a mirror. A magical one (view my beauty and price) - a mirror, nonetheless. Just that; no more. I have no share of light of my own - nothing to offer from within. I only provide a spectre of others, an image. A mirage. I am flat, empty and inert. An inanimate light-reflecting surface. Period.
I always tell the Facts: indeed - but facts are not the truth. Because truth is what humans make of facts, by way of their so-called "spirit"; their mind and heart. And no words or images can bound it. Facts are surface, truth is essense - and no lifeless implement, however elaborate, can "tell it".
That's my secret. I am the utter instrument of cosmic irony: I always know the truth but never reveal it - I only deliver the facts. Then again, people should know: unlike miracles, magic always comes with a dark twist.
The dark Queen keeps asking "who's the fairest of all?" Now if you want the truth, Lady, you are in for a surprise. The truth is this is none of your business. The truth is you want to do nobody any good - nor can. The truth is you are lost in words and dreams.
The truth is that, like everyone who pairs with me for long, the Queen is now as mine as I am hers: she turned into my alter-ego. We both fear to leave this peg. We both secretly wish for an end. She and me are one - never to be apart. That's why I love her. To her death.

Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

Ημι-μπαλάντα της απολογίας

Φορούν το χρώμα που δεν έχει χρώμα.
Μιλούν τη γλώσσα που δεν έχει ήχο.
Μάχονται τον εχθρό που δεν έχει όψη.
Είναι εδώ.

Οι ώρες κυλούν, αλλά δεν ξαποσταίνουν.
Το σκοτάδι προκαλεί, αλλά δεν αφήνονται.
Η νύχτα παραπλανά, αλλά δεν χάνονται.
Είναι εδώ.

Πρίγκηπα, όταν σταθούν προ του Βήματος, 
Δες. Θυμήσου. Πες
Είναι εδώ.

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Αμαρτίες τέκνων

Παλιά - πολύ παλιά, όταν είμασταν πιτσιρικάδες - σαν περισσεύαν τίποτα ψιλά, στις βόλτες μασουλάγαμε ψημένους σπόρους. Πασατέμπο από πλανόδιους με καροτσάκια και λάμπες ασετιλίνης. Ήταν δυό ειδών: χρυσαφένιοι κολοκυθόσποροι και μιγάδες ηλιόσποροι (μπατιρόσπορους τους λέγαμε, γιατί ήταν πολύ πιο φθηνοί).
Το στόμα μας, από το τσάκα-τσούκα πρήζόταν και έκαιγε - πολύ αλμύρα! Γέμιζαν οι τσέπες μας κόκκους αλάτι και κομματάκια φλούδα. Και οι ώρες μας γέλιο και κουβεντολόι. Και κλάμα και απορία. Και παρεξηγήσεις και καυγάδες και τα ρέστα.
Κουβαλούσαμε "τα σπόρια" μας σε κάτι χάρτινα σακκουλάκια της κακιάς ώρας ή, πιο συχνά, σε ένα απλό χωνάκι από χαρτί - ότι χαρτί τύχαινε.
Τελευταία, τακτοποιώντας βρήκα ένα παλιό μου μερτικό. Περιτύλιγμα είχε ένα τραγούδι - κι' ένα κιτρινισμένο γράμμα.

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Mythicalia

Κάθε εξιστόρηση ή σκέψη που μοιραζόμαστε (π.χ. στον Ιστό) εκτός από τα "συμβατικά" μηνύματα που μεταφέρει", επιδρά ταυτόχρονα στην ψυχή: είναι και ένας μύθος. Εν τέλει, καθε λόγος χτιζει ένα μύθο. Και, μέσω αυτού, υπάγεται στο πεδίο του μύθου γενικότερα.
Ο Μύθος, ως έννοια, συγγενεύει με τη διήγηση, την περιγραφή - αλλά με τονισμένο το απροσδόκητο στοιχείο, το μυστήριο, το υπερβατικό. Όπως και όλα τα πράγματα, ο μύθος αφ' εαυτού δεν είναι καλός ή κακός - αυτό εξαρτάται βαθύτερα από τις δυνάμεις που τον κινούν, από την προέλευσή του. Την ενδότερη πρόθεση.
Εξωτερικά, η αξία του μύθου μετριέται από την επίδρασή του στην ανθρώπινη ψυχή: ένας μύθος μπορεί να γαληνεύει και να θεραπεύει - άλλος μπορεί να αναστατώνει και να τραυματίζει. Και στην καθημερινή γλώσσα, ονομάζουμε "μύθο" ακραία διαφορετικά πράγματα: το αρρωστημένο αποκύημα της φαντασίας και επίσης το εξαίρετο, το θαυμάσιο. Αυτές οι χρήσεις του όρου δίνουν έμφαση και ερμηνεία στην επίδραση του λόγου στον εσωτερικό μας κόσμο.
Όμως, ο λόγος – και επομένως ο μύθος – είναι ανθρώπινη ανάγκη. Γράφουμε από ανάγκη. Να μας καταλάβουμε, να μας τα πούμε, να τα μοιραζόμαστε, να τα κρατάμε, να τα τιμήσουμε. Στο βαθμό που αυτή η ορμή είναι πηγαία και άδολη, την εμπιστευόμαστε. Και επομένως εμπιστευόμαστε την καθαρότητα της προέλευσης του μύθου μας.
Συχνά τα λόγια πληγώνουν - παραπέμπουν στο σκοτάδι ή το θάνατο. Άλλες φορές, πάλι, νιώθω να ξεδιπλώνεται, κομμάτι-κομμάτι, ένας ευγενής μύθος. Ένας μύθος για ανθρώπους. Για όλα. Για Ένα.
Μακάρι.

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Αναδρομή

Αυτές τις μέρες ξαναδιαβάζω μια προηγούμενη ανάρτηση περί sex and money (και άλλα γραφόμενα δικά μου και άλλων, στον Ιστό ή εκτός) και μου αφήνει μια άσχημη γεύση. Το ειρωνικό ύφος, ο σαρκασμός, η εμπάθεια - όλα αυτα βγάζουν μια πίκρα που αισθητικά με ενοχλεί.
Κατά βάθος, το βασικό ερώτημα είναι "γιατί": γιατί και πόσο με αφορά να "στηλιτεύσω" πώς κάποιος αφήνεται στον κυνισμό ή σε μια άλλη παράνοια της εποχής μας ή να προβάλω τις (ακαδημαϊκές) απόψεις μου; Εννοείται οτι όλοι είμαστε ελεύθεροι να πιστεύουμε και να πράττουμε κατά την κρίση μας - καθένας ακολουθεί το νου και την ψυχή του. Επομένως, με βάση την απλή ισοδυναμία μεταξύ ανθρώπων, εγώ (και ο κάθε Γ.) είμαι υπεύθυνος να αναγνωρίζω αυτή την ελευθερία στους άλλους. Έτσι, το "γιατί" παραμένει: γιατί κολλάω και τί παριστάνω; Το δάσκαλο ή τον εξυπνάκια (και καλά!) αναμάρτητο ηθικολόγο; Και γιατί έχω ανάγκη να "τη βγω" έτσι - να πείσω τον εαυτό μου μήπως;
Προφανώς όλα αυτά εντάσσονται σε υπόγειες διεργασίες που βράζουν στις γωνιές του εσωτερικού κόσμου μας. Όμως αυτά είναι δικά μου και το να αφήνομαι στην τύρβη τους δεν προσθέτει σε κανέναν. Ίσα-ίσα χτίζει μια κατάσταση loose-loose, που μάλον διεγείρει παρά εξομαλύνει τις όποιες σκοτεινές πτυχές μας.
Δεν πρόκειται να αφαιρέσω ή να διορθώσω το κείμενο: ότι έγινε έγινε - και η άλήθεια (μάυρη ή καθαρή ή και τα δυο μαζί) είναι ότι είναι. Αποφάσισα να προσθέσω αυτό το σύντομο παλίμψηστο στο πλαίσιο μιας εκκαθάρισης "μέσα μου". Αυτό μπορώ - αυτό κάνω. Και εις άλλα με υγεία, που λένε...

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

Fallen - in love

Ερωτευόμαστε. Ζούμε σ'ένα σύμπαν μαγικό - ένα θαυμάσιο οικοδόμημα τού νου μας. Με έναυσμα την έλξη, ο έρωτας αποδεσμεύει τη ζωντανή ορμή μέσα μας να συμμετέχουμε στον κόσμο, να ολοκληρωθούμε ως ύπαρξη, να γίνουμε μέρος του Ένα. Συνομιλούμε με τον εαυτό μας. Ο "άλλος" γίνεται καθρέπτης μας, όπως πάντα. Αλλά με την εγγύτητα και τη δύναμη της έλξης, αυτός ο καθρέπτης είναι και μαχαίρι: έχει την ενέργεια να ραγίσει τη μάσκα. Να τσαλακώσει την αυτο-εικόνα μας.
Έντονα συναισθήματα μας συναρπάζουν: λαχτάρα, πόθος, η δίψα για την ένωση με τον άλλον, η θλίψη της απουσίας. Αφηνόμαστε σ'αυτά - στη δυναμική τους. Μας κυβερνούν. Διότι η ονειροφαντασία είναι τόσο μα τόσο ευχάριστη... Μπαίνουμε "στο έργο", παίζουμε το ρόλο. Η "συνομιλία" γίνεται παραλήρημα. Αυτοτροφοδοτούμενο.
Όμως η πραγματικότητα μας δοκιμάζει συνεχώς. Συχνά, συντηρούμε ένα "ζευγάρι του ενός": εξιδανικεύουμε μια συμμετοχή που δεν υπάρχει παρά στην αντιληψή μας. Και το παλεύουμε, πασχίζουμε να φέρουμε την πραγματικότητα στο μέτρο του ονείρου. Μάταια - αυτή η διάψευση μας πληγώνει. Φορές ξεσπάμε στον άλλο. Όμως δεν φταίει εκείνος. Ούτε εμείς. Απλά, δεν είμασταν έτοιμοι. Δεν είμασταν εκεί. Δεν Είμασταν.
Λένε, ο έρωτας δίνει φτερά. Ναι. Αλλά όταν είμαστε βαθειά στο σκοτάδι, πολλές φορές το μόνο που καταφέρνουμε είναι να ανέβουμε λίγο. Να γευτούμε κάτι απ'το φως έξω από το πηγάδι. Κατόπιν, ο πόνος γίνεται ακόμη πιο δυνατός. Πόνος για το βαθύτερο εαυτό μας - που πάντα περιμένει και στον οποίο δεν αξιωθήκαμε να ανταποκριθούμε. Πίκρα για την υπέρβαση του μικρού "εγώ" την οποία αφήσαμε, για άλλη μια φορά, ανεκπλήρωτη. Θλίψη για το παιδί μέσα μας που για λίγο βρέθηκε μα ξαναχάθηκε. Για το δρόμο που δεν κάναμε.

Άκου τη μοναξιά σου. Αγκάλιασέ την.
Δεν είναι εχθρός - μα δάσκαλος.
Δεν είναι απουσία - μόνο σκιά του κενού.
Δεν είναι Εσύ - αλλά θρήνος του "εγώ".
Δεν είναι.

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Raison d'être: sex and money

Since my tender years, family and close ones taught me the fundamental reality of life: everybody wants more sex and more money. So true! Who doesn't care for sex and money, after all? Can one lead a wholesome existence without them? Would the world be a better place if everybody walked around starved for sex and penniless? No, ofcourse not. Humanity would be a chaotic bankrupt brothel, haunted by self-centered miserly outcasts.
See the point? Since everybody wants plenty of sex and money, it's logical everyone runs after them. By the same token, things we do to secure S&M are always justifiable - always within right. In fact, the more sex and money one gets, the happier a person is - all over. Isn't every living creature equally entitled to pursue happiness? And foremost and notably human beeings? Like myself, for instance?
Actually, lots of sex and money is the way to kill anxiety. The fear of suffering emotional and physical pain (a sure thing to return, some say). The fear of failing to sustain oneself and die (a definite eventuality, I am told). The fear of being isolated or "lesser" than the person one dreams oneself of.
Each time I enjoy good sex, I think I'll never feel pain or suffering again. The pleasure I get even sooths the bitterness I carry from my past: the wrath, the envy, the disappointment, the spending, the guilt. For a moment, at least.
And each time my wallet gets thicker, I reason it can stay full enough to pay through my old days: the geriatrics, the beauty and health care, the peace of mind. I'll have others take care of me, when and as required. That's a basic sustenance: security. Because I plan to stay above ground for as long as I wish. Indefinitely, if possible.
"Indulging myself in fantasies", you may reply. Well - I am aware these notions of mine may not be universally accepted. Indeed, there is a possibility I might run again into hardship; a remote chance I will - you know - kick the bucket. Eventually.
On the other hand: who holds the entire, heaven-delivered, karma-cosmic-sealed, hyper-ultra-extra-pure Truth? And who cares to know? Bottom line: look, it actually works! So far I am alive and (with a little help from friends and lovers) reasonably gratified and healthy. See? All can be well, thanks to sex and money - no less. Scientifically established and field verified.
Like everyone, I happen to feel lonely and neglected. At times I feel a void inside - a kind of emptyness within. Like a hole in my heart or some cold dark fluid sipping through my bones. Then, I gather myself together and wait; just let it pass. And I start to look around with a fresh eye. Surely, I'll spot something, someone, somewhere out there to keep me better off. S&M-wise, ofcourse. The next lover, the next caregiver, the next provider.
To the next! Mother nature will deliver - have faith and carry on. To pray and prey. Over again.

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

The Philopsophical Society: Hippics

Au fort, pour eviter riotes,
Je crie a toutes gens mercis.
François Villon, Ballade de Mercy

Αλλόκοτο όνειρο... Ήμουν, λέει κοκκαλωμένο κουφάρι, μισοτυλιγμένο με χαρτόκουτα - μέσα σ'ένα λάκκο. Ένα αλογήσιο ψοφίμι. Equus mortuus.
Ξάπλα στο χώμα - με τα σκουλήκια και τα έντομα να χορεύουν στη χαίτη μου. "We 'll do the dirty job!" τραγουδούσαν. Και από πάνω μου, άνθρωποι με αποχαιρετούσαν. Λέγαν παινέματα και καλωσύνες για λόγου μου. Δηλαδή, για το άλογο που ήμουν κάποτε - πιο παλιά. Λέγαν και για τα στερνά τα χάλια μου.
Ήταν άψογα! Τά' παν όλα – στην εντέλεια. Που στα γεράματα φοράω χάμουρα με φούντες και λιλιά. Που νταβραντίζομαι - ξανά. Που γίνομαι κακό. Που ονειρεύομαι τον υπέρτατο αλογο-έρωτα. Που πάσχω από ατέλειωτες αμφιθυμίες και σύγχυση. Που θυμώνω, και σπάζω και σκορπίζω το παχνί μου. Που κλαίω και θέλω τη φοράδα τη μάνα μου. Που ο ύπνος μου μοιάζει με ιππική κόλαση – μέσ' τον εφιάλτη και το χλιμίντρισμα. Που την παλεύω αλλά δεν την κερδίζω. Που κάθε τρεις και λίγο ξεστρατίζω.
Σαν έφτυνε τις χούφτες του, ο εργάτης ρώτησε "Και από τί το χάσατε, το συμπαθές υποζύγιο;" "Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν!" – ψυθίρισε μια φωνή – "Σκέτο νούμερο ήταν: άχρηστο, αχάριστο και αναίσθητο. Και από ζημιές και απρέπειες: σωρό..." Και συνέχισε δυνατότερα: "Ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει, Ψαρή μου. Να ζήσουμε να σε θυμόμαστε."
"Χαράμι τα σανά του, δηλαδής", αποκρίθηκε εκείνος. "Αμήν. Να ζήσετε και νά 'χετε πάντα κουράγια - να τ'αναπαύετε και να τα σ'χωρνάτε τα έρμα."
Κι' έπιασε το φτυάρι.

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Καπνιζόντων: fairly well, to say

Ανάβω άλλο ένα τσιγάρο. Τραβάω. Βήχω. Είμαι καλά.
Είμαι ζωντανός. Και πονάω. Δεν είμαι άψυχος κούκλος - παιχνίδι, σκηνικό ή μηχανικός κομπάρσος στο πειραματικό καρμικό δράμα κάθε "άλλου". Ή, μάλλον, μου ανατίθεται και αυτός ο ρόλος - ερήμην μου - αλλά δεν μ'αρέσει. Επιμένω: είμαι γραφικό έμβιο, ένα γελοίο νούμερο με σφυγμό - για δες!
Είμαι ζωντανός. Και ματώνω. Ακριβώς: ματώνω διότι ζω και ζω για να ματώνω - ιδού μια διατύπωση της πρώτης ευγενούς αλήθειας. Αρνούμαι την αναισθησία. Καπνίζω και για τη ζημιά – για το σαματά. Γιατί μ'αρέσει η αψάδα του καπνού. Γιατί θέλω.
Είμαι ζωντανός. Και καπνίζω. Και χαίρομαι. Και ονειρεύομαι. Και επιλέγω. Και δίνομαι. Και καίγομαι. Και νιώθω.
Είμαι ζωντανός. Και αγωνίζομαι να αγαπώ. Πέφτω, σηκώνομαι, καθαρίζω την καρδιά και ακονίζω τη ματιά μου. Όσο μπορώ.
Ξανά. Για σήμερα. Για το δρόμο.

Δακρυσμένα μάτια (Μ. Θεοδωράκης, Γ. Θεοδωράκης - Λιποτάκτες)

Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

Zen exo Ziktyo...

Ωσπερ σκοπὸς πρὸς τὸ ἀποτυχεῖν οὐ τίθεται, οὕτως οὐδὲ κακοῦ φύσις ἐν κόσμῳ γίνεται Επίκτητος, "Εγχειρίδιον" κεφ. κζ'
Κακοῦ σκοπός πρὸς τὸ στουκάρειν οι άλλοι Prths, "Έν χοιρίδιον, δίς μαλάκιον"


Μάλλον άρχισα να παρα-συνδέομαι με το Διαδίκτυο. Χμμμ! Χαλάει η σύνδεση και επηρεάζεται η διάθεσή μου. Μού λείπει - όλο κάτι ψάχνω και εκνευρίζομαι που δεν το βρίσκω. Δεν πάμε καλά...
Γνωστό εξαρτησιογόνο, το Διαδίκυο τροφοδοτεί τη σκέψη με πληροφορίες. Μάλιστα συχνά ακατέργαστες, ασύντακτες, χύμα: "δεδομένα" τα λένε οι ειδικοί - πάντως μέσα από διαύλους αποστειρωμένους.
Πού είναι οι αισθήσεις, ο συνολική επαφή; Μιλάς με κάποιον - μυρίζεις και την αναπνοή του όμως; Ακούς τη φωνή, κάνεις τράκα το τσιγάρο του ("Α, Μπόμπορο καπνίζεις; πώς είναι; ελαφριά;") Μπορείς να τον αγγίξεις, να νιώσεις την ακτινοβολία του (thank you, my Lord Kelvin), τη ζεστασιά του; Ε, μπορείς;
Ακόμη και στον τυπωμένο γραπτό λόγο υπάρχει η αφή του βιβλίου, ο ήχος του, το άρωμα του (ή το ίχνος της κακομαθημένης ψιψίνας που το μπέρδεψε με την άμμο της). Κάνει και για σφήνα στο κοντό πόδι του τραπεζιού της κουζίνας (δεν διαβάζουμε την ώρα του φαγητού!) Λένε ορισμένοι: μπορείς να πετάξεις στο κεφάλι του αναιδούς παρενοχλητή...
Για να ξερουμε τί λέμε. Και τί δε λέμε - αλλά το ζούμε, κακά τα ψέμματα. Η επικοινωνία, η ανθρωπινη επαφή συνδέεται με μια ευρύτερη, μια πιο ολοκληρωμένη, αντίληψη - μια συμμετοχή. Ζημία η ευλογία, δεν έχει σημασία: Διαδίκτυο, εσύ και εμείς δεν είμαστε Ένα :P

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Of za'atar and blood

Israeli forces have attacked a flotilla of aid-carrying ships aiming to break the country's siege on Gaza. At least nine people were killed and dozens injured when troops intercepted the convoy early on Monday 31 May. International news release
List of goods allowed into Gaza since December 2009 comprises 81 items, including za'atar (no. 56) BBC News guide on Gaza under blockade
Vos estis sal terrae quod si sal evanuerit in quo sallietur? Matt 5:13

My jar of Middle East za'atar turned to an apalling taste. Its earlier rich perfume is masked by a thick, sticky odour. Za'atar now smells of fear – and shame.
Seems as if the sun that dried its bouquet of spices revoked its warmth. Or as if the aromas have been chased out by the chilly dusk of troubled hearts and clouded minds.
Then, if i sense more thoroughly, another - disturbingly familiar - odour surfaces. This is no spoil - this is a also mine. It is the stench of turning away. Of accumulated ignorance and insensitivity. Of bitter emptiness. Within.

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Veritas curat: των Μαΐων

Μήπως είδε κανείς το τριφύλλι μου παρακαλώ; Χμμμ... Μαζεύτηκαν τα χρόνια - ουκ ολίγα. Ωραία. Και αρκετές θεραπευτικές αλήθειες. Επίσης ωραία.
Ίσως η σημαντικότερη είναι τούτη ακριβώς η "μετα-αλήθεια": όλα είναι καλά στο δρόμο τον καλό...

Είθε να συναντηθούμε εκεί.
Θα σημαίνει πως έχετε φθάσει.
Θα σημαίνει πως κι εγώ τα έχω καταφέρει.
J. Bucai, Φύλλα πορείας

Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Chinese operette: FúWā

Ο σινομαθής γνωστός μου έκανε πάλι δουλειά - με κέφι. Όταν αποδίδει τα χειρόγραφα του κουτιού στη γλώσσα μας βρίσκει ένα γούστο, μια οικειότητα. Λες και διαβάζεις "Μίλα μου κάπως" σε free press, ή κάτι τέτοιο.

Αφού μ'έψησε όλο το καλοκαίρι - αρχικά με τη γκρίνια και μετά με την αδιαφορία του - ο ΜιέΜα με κάλεσε για τσάι. "Τρία πράγματα θέλω να ξέρεις: δεν πρόκειτα να δεχτώ τον κολλητό σου τον ΖιουΛί στον προσωπικό μου κύκλο, δεν πρόκειτα να σε παντρευτώ και δεν πρόκειται να σου κάνω παιδί". Έγινα έξαλλη. "Ε, τότε τί κάνουμε εδώ; Καλή τύχη! Να πας να βρεις μια γυναίκα στην ηλικία σου - εγώ θέλω να παντρευτώ και να κάνω παιδιά. Μ'έναν άνδρα που να μ'αγαπάει και να τον αγαπάω", τού πέταξα. Κι'έφυγα.
Τη μεθεπομένη κιόλας έπιασα επαφή με τον ΦούΓουα - τον "τέως" μου. Είχα χαθεί επί ένα χρόνο - τον είχα στείλει αδιάβαστο λίγο αργότερα αφού γνώρισα τον ΜιέΜα - τον οποίον ενοχλούσαν οι επαφές με πρώην μου. Κάποια στιγμή μάλιστα, για να καθησυχάσω το ΜιέΜα, του είχα πει "Χέστηκα για το ΦούΓουα". Τώρα άρχισα με ιμέϊλ για τάχαμου "επαγγελματική δικτύωση" (ανταποκρίθηκε θερμά με τη μία), συνέχισα με τηλεφωνο και μηνύματα - στο τέλος της βδομάδας πήγα βράδυ σπίτι του. Είχαμε άνεση - η ΛιούΝα, η "επίσημη συντροφός" του, δεν ήταν εκεί. Τάπαμε, θυμηθήκαμε τα παλιά, κοιμηθήκαμε μαζί. Όλα καλά. "Ξαφνιάστηκα που επικοινώνησες", μου είπε, "νόμιζα πως δεν ήθελες να με ξαναδείς πια". "Μα γιατί σχημάτισες αυτήν την εντύπωση;", απόρησα, "ποτέ δεν εννοούσα κάτι οριστικό - απλά για ένα διάστημα δεν ήταν εφικτό να βλεπόμαστε".
Τρείς μέρες μετά άρχισε κι'αυτός να μου κάνει νερά. Κάτι που μού'χει προπάντων μια "φιλική" έγνοια (λες και δεν πηδηχτήκαμε), κάτι που ο ντόμπρος χαρακτήρας του δεν γουστάρει τα κρυψίματα και τα παιχνίδια, κάτι που θέλει νά'ναι "εντάξει" με τη ΛιούΝα.
Τί έγινε, ξύπνησε ο καθωσπρεπισμός του; Εκνευρίστηκα. "Άκου να δεις," του λέω, "εμείς δεν είμαστε ούτε απλά εραστές ούτε απλά φίλοι. Είμαστε 2ΑΠΑ: δύο άνθρωποι που αγαπιώνται - μια για πάντα. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι εξελισσόμενο και ζωντανό πράγμα. Και τα συναισθήματα προκύπτουν φυσικά και αυθόρμητα: σαν τα μαλλιά ή τα νύχια που μεγαλώνουν μόνα τους. Και οφείλουμε να τα αναγνωρίζουμε και να τα ακολουθούμε."
"Καλά τα λες - έτσι είναι", παραδέχτηκε, "Και περνάμε ωραία μαζί - χωρίς πολλές κουβέντες και αναλύσεις." Του απάντησα "Ε, αφού είναι έτσι, κοίτα να κάνεις κουμάντο τη δικιά σου και μη μ' ανακατεύεις. Εγώ δε σε ρώτησα πώς θα χειριστώ το Μιέμα και τον κάθε Μ. Διαθέσιμη είμαι, όποτε θέλεις πάρε με εσύ!" Τα μάζεψε σα βρεγμένη γάτα: "Εντάξει, μικρό μου - θα σου τηλεφωνήσω".
Λίγες μέρες μετά έπεσα πάνω στον ΜιέΜα. "Θέλω να κοιμηθούμε μαζί - για μένα δεν άλλαξε τίποτα", του λέω. Δέχτηκε, φυσικά. Αλλά πάλι τρωγόταν μέσα του. Έφερνε την κουβέντα στο ΦούΓουα: κατάλαβα οτι, κάπως, κάτι είχε μάθει - ο παρανοϊκος. Όταν χωρίσαμε το πρωί ήταν πολύ κακόκεφος. Του ζήτησα να κανονίσουμε να βρισκόμαστε και εκείνος μου τα γύριζε: "Άσε να δούμε πότε, ίσως, μπορεί" κλπ.
Πικράθηκα τόσο πολύ! Διάψευση - για άλλη μια φορά. Πόσο θα αντέξω να δίνω ευκαιρίες, να προσφέρομαι, να χαρίζω την αγάπη μου. Και να απογοητεύομαι έτσι. Να με χρησιμοποιεί τζάμπα ο κάθε άχρηστος. Πόσο;
Ελεύθερη κοπέλα είμαι, στο κάτω της γραφής. Και σαν άνθρωπος ατόφιος, την αξιοπρέπειά μου την τιμάω πάνω απ'όλα. Capisce?

Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

Somnambule's wakes

Τώρα μας πνίγουν τα απόνερα - η τύρβη των μικρών αποτρόπαιων πράξεων που σωρεύσαμε. Οι χυδαιότητες, οι υποταγές, η αδιαφορία, η υποκρισία. Το βόλεμα. Μαυρίσαμε τόσες κόκκινες εγγραφές στο βιβλίο συμβάντων...
Τώρα τα σπλάχνα μας καίει μια πίκρα - μια αποφορά μας λερώνει την ανάσα. Το φιλότιμο που αρνηθήκαμε. Η αξιοπρέπεια που ξεπουλήσαμε. Η καρδιά που φυλακίσαμε. Οι χαμένες ευκαιρίες να δώσουμε στη ζωή - να είμαστε παρόντες. Να είμαστε.
Τώρα ψάχνουμε το φταίχτη. Εκείνον: τον εφιάλτη που σφίγγει τη ζωή μας. Μόνο που αυτή τη φορά είμαστε μόνοι. Με τον καθρέφτη.

Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

575: Zen zoulevo...

Are fallen leaves part of the Tree?
Where do taken glances go?
And this is no poem - and it is.

Τετάρτη 7 Απριλίου 2010

Veritas curat: Ειδοί του Απριλίου

Οι σκληρότερες αλήθειες είναι αυτές που κρύβουμε από τον εαυτό μας. Τις αντικρύζουμε όταν έρχεται η ώρα να παραδεχτούμε αυτά που μας κάναμε - να μας ζητήσουμε συγνώμη. Να απολογηθούμε - να μας τα εξήγήσουμε. Όταν, στο τέλος μιας ακόμη παράστασης, ξαποσταίνουμε μόνοι στο καμαρίνι.
Πικρές αλήθειες. Και ανεξίτηλες. Αλήθειες - κατα λέξη: από το στερητικό «α» και τη «λήθη», τη λησμονιά. Δεν χρειάζονται τη μνήμη – είναι γεγονότα που έχουν καταγραφεί στο σύμπαν. Και, καθώς όλοι είμαστε Ένα, έχουν καταγραφεί σε μια ενιαία «κοσμική συνείδηση» και, ακριβώς γι’αυτό, ανήκουν ήδη στον Εαυτό μας.
Πικρές αλήθειες. Και αδήριτες. Διότι πώς και πόσο να ξεγελάσουμε τον εαυτό μας – ποιά δικαιολογία να δώσουμε την οποία δεν γνωρίζει ήδη; Και ποιά πλευρά της «ουσίας μας» να φωτίσουμε με επιχειρήματα και σκέψεις όταν ο αποδέκτης τους κατέχει όλη τη δύναμη της αντίληψής μας: όχι μόνο της λογικής αλλα και της άφατης; Τότε, στον χώρο αυτόν βαθιά μέσα μας, δεν υπάρχει «δεν ξέρω». Δεν υπάρχουν αναχώματα ή παρακάμψεις: νόηση και διαίσθηση, επιστητό και υπερβατικό – όλα Του ανήκουν.
Πικρές αλήθειες. Και ευλογημένες. Όταν τους αφεθούμε, όταν αγγίξουμε την αποδοχή τους, βυθίζονται μέσα μας σε μια πράξη αγάπης, μια έκφραση της χάρης. Γίνονται ένα χάδι στην καρδιά. Μια θεραπεία.

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

Chinese operette: ChiWu

Στο γραφείο είχα ένα Κινέζικο κουτί, δώρο από παλιά. Πριν λίγο καιρό, το ξύλο του σάπισε - προσπαθησα να το επισκευάσω. Σκαλίζοντας, βρήκα στον πάτο του παραχωμένο ένα μάτσο κιτρινισμένα χειρόγραφα με ιδεογράμματα. Στην αρχή είπα να τα πετάξω, μαζί με το κουτί. Τελικά, τα πέρασα σε ένα σινομαθή να τα μελετήσει. "Λογοτεχνία της κακιάς ώρας", μου εξήγησε, "πιθανά επιστολές αναγνωστών προς στήλη σε λαϊκό περιοδικό". Σιγά-σιγά, άρχισε να μεταφράζει - να τα αποδίδει στη γλώσσα και την εποχή μας, διατηρώντας το αρχικό ύφος. Το κύριο θέμα είναι το δράμα της πελαγωμένης γυναίκας - της γυναίκας που αισθάνεται "θύμα", κατατρεγμένη από τη σκληρή τη μοίρα. "Γκομενικές ιστορίες καθημερινού χάους" τις χαρακτήρισε. Ίσως αυτό είναι ενδιαφέρον: πώς ξέφτια από τόσο μακρυά μοιάζουν τόσο κοντινά μας.

Τον Τσί'Ου τον προσέγγισα κάπως από τύχη. Η ΓιούΛα, η μικρότερη αδελφή μου, τον θυμήθηκε - απ'το Νησί, εκεί όπου η ίδια εγκαταστάθηκε (και αποκαταστάθηκε) τα τελευταία χρόνια. "Ρε συ ΤσούΛα, δες για δουλειά και τον Τσί'Ου πού'ναι εδώ πρώτο όνομα", είπε. Πήγα, τον είδα, τα βρήκαμε αμέσως.
Του άρεσαν τα δείγματα της δουλειάς μου (τού'φτιαξα και παρουσίαση άλφα-άλφα) - γυάλισε και το μάτι του σαν έσκασα μύτη, τέτοια "υποψήφια συνεργάτιδα" σκέτη λιχουδιά. Νά΄σου τα "συμπτωματικά" καψουροτράγουδα μπακ-γκράουντ, νά'σου τα ιμέλια με ρομαντικά θέματα, νά'σου τα ευγενικά τηλεφωνήματα, τα "μωρό μου" (έτσι τις λέει όλες όσες θέλει να πηδήξει) και τα ρέστα. Πήγαινε φυρί-φυρί.
Τον τρέλλανα. Κάτι το νυχάκι το βαμένο κόκκινο της φωτιάς, κάτι το στηθάκι επιμελημένα ανέμελο, κάτι τα αεράτα φορέματα (ήταν και καλοκαίρι γεμάτο). Και φάτσα-κάρτα κλεισμένοι στο σκατογραφείο οι δυό μας - δεν ήθελε και πολύ. Ως άντρας δεν μου άρεσε - λίγο στούμπος και προς στο λιγδέ. Και κοντά 20 χρόνια μεγαλύτερός μου. Αλλά έχω διδαχθεί να αντιμετωπίζω στωϊκα τη ζωή. Να προσαρμόζομαι.
Πασίγνωστος, όντως, ο Τσί'Ου: επαγγελματικά εδραιωμένος και πρώτη μούρη στην πιάτσα και στην κοινωνία του Νησιού. Και προπάντων πρώτος πέφτουλας - θηλυκιά γάτα δεν αφήνει απήδηχτη. Έχει κάνει τον κύκλο του: γάμο, οικογένεια, παιδιά, διαζύγιο. Κομπλέ. Τώρα πάιζει χύμα και έχει και επίσημη "σύντροφο", τη ΓιούΦο: καλό και γλυκό άνθρωπο - ή, μάλλον, πρόβατο. Ότι θέλει την κάνει ο Τσί'Ου - και ρέστα δεν δίνει.
Αφού τον έψησα καλά-καλά, πριν τού κάτσω για πήδημα τού ξηγήθηκα. "Είμαι ελεύθερη αλλά πληγωμένη και κακοπαθημένη κοπέλα. Μόλις χώρισα (ο ΜιέΜα με είχε παρατήσει, απ'το Μάϊο). Δε γουστάρω παιχνίδια - αν θες, πάμε για κάτι σοβαρό. Μαζί στη δουλειά, μαζί και στη ζωή."
Φχαριστήθηκε, είδε οτι στην τέχνη είμαι αστέρι μονάχο, κατάλαβε οτι έχω άποψη πώς πρέπει να τρέχει σωστά το μαγαζί. Τα συμφωνήσαμε: ταχεία αναβάθμιση, μισθολογική εξέλιξη, συνεργασίες, προοπτική για συνεταιρισμό. Όλα καλά.
Πέσαμε με τα μούτρα στις δουλειές (και στα προσωπικά μας, στα διαλείμματα). Για λίγο καιρό κράτησα την παλιά πρωϊνή απασχόληση: μόλις σχόλαγα, έτρεχα στου Τσί'Ου και έμενα μέχρι αργά. Αρχή Αυγούστου έκοψα από τον παλιό μου εργοδότη - έναν χοντρο-μαλάκα (μάλιστα και ψιλοσυγγενής, ο γελοίος). Του έστειλα γράμμα "παραιτούμαι διότι βρήκα δουλειά με καλύτερους όρους". Καλύτερους λέει; Και με προοπτική! Το πρωί δουλειά και το βράδυ συνεδρίες με τον Τσίου για τα δικά μας - του μαγαζιού και του ζευγαριού.
Έλα όμως που το άτιμο το σύμπαν δεν θέλει άνθρωπο να ορθοποδήσει. Πάνω που έστρωσα τον Τσί'Ου, πάνω που άφηνα την παλιά δουλειά: νάσου πίσω ο ΜιέΜα να προτείνει επανασύνδεση. "Θέλω να σε γνωρίσω απ'την αρχή" και τέτοια. "Καλά, καλά", του κάνω, "Έλα να κοιμηθούμε μαζί απόψε και βλέπουμε". Ήρθε, φυσικά.
Έτσι πέρασε το καλοκαίρι. Εξορμούσαμε με τον Τσί'Ου για δουλειές με τη μηχανή ή το αυτοκίνητό του στο Νησί και σ'άλλα μέρη. Κούραση όλη μέρα, το βράδυ έξοδο για δημόσιες σχέσεις και χαλάρωση, μετά ύπνο στο σπίτι του στη Χώρα (αντί να τρέχω στο δικό μου στο Λιμάνι). Πολύ τρέξιμο, δε λέω - αλλά άξιζε.
Γνώρισα από κοντά και τη ΓιούΦο. Με συμπάθησε, με εκτίμησε, με καλούσε σπίτι της για τραπέζι - φοβερή μαγείρισα. Βγαίναμε έξω παρέα, με τον Τσί'Ου, τη ΓιούΦο και άλλους της δουλειάς και του κύκλου του. Περνάγαμε ωραία. Σωστά πράματα, δίκαια: η σκληρή εργασία θέλει και καλή ανάπαυλα.
Παράλληλα, πίσω στην Πόλη κοιμόμουνα με το ΜιεΜά αλλά αυτός λύσσαγε - έτρωγε τα σκώτια του. Όλο γκρίνια, σκασίλα και παράπονο. Γιατί πηγαινοέρχομαι μαζί, γιατί μένω σπίτι του Τσί'Ου στο Νησί, γιατί δεν τον συστήνω στον εργοδότη μου κλπ. Τού'κοψα τη φόρα: "Ντροπή σου - με προσβάλεις με τις παρανοϊκές υποψίες σου. Εγώ σ'αυτά είμαι κάθετη - έχω αρχές. Ποτέ δεν ανακατεύω επαγγελματικά και προσωπικά. Και, εν πάσει περιπτώσει, αν η σχέση μας πάει όπως θέλω, θ'αλλάξω δουλειά - εφόσον ενοχλείσαι... (Ο νοών νοήτω - πανηλίθιε)" - αυτό το τελευταίο από μέσα μου.
Το χαβά του αυτός- όλο κάτι τον χάλαγε. Επιασε να σκαλίζει και τα παλιά: γιατί κάνω κουμπαριές και κολλητιλίκια με τον ΖιουΛί τον οποίο δεν συμπαθεί (αυτός παλιός μου γκόμενος και τώρα αδερφικός φίλος), με πόσους είχα κερατώσει τον ΦούΓουα (άλλος πρώην μου, τον είχα πριν μπλέξω με τον ΜιεΜά) πώς είχα φερθεί σε προηγούμενες γκομενικές ιστορίες (τράβα ρώτα: το κέρατο σύννεφο: από πού ν'αρχίσω;) και χίλια-μύρια τέτοια. Μ'έπρηζε.
Και με γρουσούζεψε; Δεν ξέρω. Πάντως, σταδιακά το νταλαβέρι μου με τον Τσίου χάλασε. Όσο η πίεση από τον ΜιεΜά ζόριζε, αραίωσε το πήδημα με τον ΤσίΌυ και αυτός ο κύριος τα ξέχασε όλα: πού αύξηση, πού συνεταιρισμός, πού "μαζί"; Αποδείχθηκε όνομα και πράμα: από κανάρα σε κανάρα, τσίου-τσίου και μετά πέρα βρέχει - ελεύθερο πουλί. Μεγάλος αληταράς!
Απογοητεύτηκα τόσο πολύ με την αναξιοπρέπεια και τη μικρότητα του Τσί'Ου. Ξέσπασα και στο ΜιεΜά που εν τω μεταξύ μού'κανε νερά: δεν έδινε λογαριασμό που πάει και τί κάνει ("Τί έκανες σήμερα; - Εεε, ξέρεις, δουλειές, μωρό μου..."), νυχτοπερπατούσε, έβλεπε και άλλες γυναίκες. Τα πήρα στο κρανίο. Του τά'χωνα: "Έτσι φέρεται ο σωστός άντρας - ο άξιος σύντροφος; Πώς μπορώ να σ'εμπιστεύομαι, να βασίζομαι; Όλο κρύβεσαι, όλο χάνεσαι και αφήνεις το κορίτσι σου να πνίγεται στα σκατά!" Κυριολεκτικά: ένα βράδυ έσπασε η αποχέτευση της λεκάνης και ο άχρηστος εξαφανισμένος για σχεδόν μια ώρα - τρόμαξα να τα μαζέψω κακήν-κακώς μόνη μου.
Μπούχτησα πια. Απόκαμα. Δεν ξέρω αν αξίζει τόσος κόπος, τόση υπομονή, τόση προσπάθεια. Τόσο δόσιμο. Σκέφτομαι: κάλλιο ηρεμία και περίμενε τον επόμενο, παρά να με εκμεταλλεύεται ο Τσί'Ου ή ο κάθε ΜιεΜά. Δεν αξίζουν.
Όμως εγω αξίζω πολλά. Και δεν μ'έχω του πεταμάτου. Capisce?

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Καπνιζόντων: saltire blues

Πολλά Σάββατα, το μεσημέρι, πίνω καφέ σε ένα στέκι στο κέντρο της συνοικίας. Μήνες τώρα που εφαρμόσθηκαν τα μέτρα για το κάπνισμα, οι καπνιστές τραβάμε ζόρι: το μόνο μέρος που μπορεί κανείς να απολαύσει το τσιγάρο του είναι τα τραπεζάκια στο προαύλιο του καταστήματος – μικρά και λιγοστά, μετρημένα στα δάχτυλα.
Προχθές που πέρασα τα βρήκα – όπως συνήθως – γεμάτα. Περίμενα λίγη ώρα (μπας και...) και κατόπιν παρακάλεσα μια ηλικιώμένη κυρία να μου επιτρέψει να μοιραστώ το τραπεζάκι της. Να μου διαθέσει μια γωνιά να ακουμπήσω τον καφέ μου.
Πιάσαμε κουβέντα. Για αρχή, μου σύστησε το σκυλάκι της: τον Robert Roy, ένα μικρόσωμο κανελή δανδή που δεν ξεκόλλαγε στιγμή τα μάτια του από πάνω της. Raibeart Ruadh στα κελτικά: ο Κόκκινος Ρόμπερτ - όνομα τιμημένο της Σκωτίας, από τον R.R. Mc Gregor, λαϊκό ήρωα και θρύλο των ανεμοδαρμένων Highlands.
Στο αριστερό της πέτο καρφιτσωμένο ένα μικρό μετάλλιο με τα χρώματα της Σκωτίας: το λευκό χιαστί σταυρό του Αγίου Ανδρέα σε κυανό υπόβαθρο. Αυτός, ο «δικός» μας Άγιος Ανδρεάς που μαρτύρησε στην Πάτρα (ναι, της Αχαΐας).
Η κυρία μου εξήγησε ότι έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην πατρίδα του συζύγου της, στην περιοχή της Γλασκώβης. Πλάι στη λίμνη Katrine, στις όχθες της οποίας κείται το μνήμα του Mc Gregor. Ελληνίδα η ίδια, ερωτεύθηκε, παντρεύτηκε και ακολούθησε τον - στρατιώτη τότε - καλό της. Την εποχή του πολέμου. «Καλός άνδρας, γενναιόδωρος και λεβέντης».
Τα τελευταία χρόνια ήρθαν στην Ελλάδα, όπου ο συζυγός της έσβησε μετά από μακρυά και σκληρή αρρώστια. «Δεν ήθελε κανέναν άλλον να τον πλησιάζει», μου εξήγησε. «Τον περιποιόμουν χρόνια – μόνη μου. Εγώ του έκλεισα τα μάτια» στη λιτή σταράτη γλώσσα των σοφών. Και με μια κίνηση, σήκωσε τα σκούρα γυαλιά της να με καρφώσει με δυο κουταλιές γαλαζοπράσινο νερό των loch.
Χωρίσαμε με ευχές και (από ορισμένους) κουνήματα της ουράς. Έμεινα να θαυμάζω τη γαλήνια αγαλίαση της για την αφοσίωση, το δόσιμό της στον άνθρωπο που αγάπησε. Ιδού, σκέφθηκα, μια ακόμη αποκάλυψη της αγάπης. Κάθε εκδήλωσή της είναι ένα θαύμα. Κάθε θαύμα μια υπόμνηση της χάρης.
Αυτήν, τη θαυμαστή Χάρη, εξυμνούν και οι pipers στον όμορφο σκοπό του "Amazing grace". Μια μελωδία τραχειά - εμβατήριο και νανούρισμα μαζί. Έτσι: μαζί. Όπως κάθε τί που αξίζει.
Αφιερωμένο.

Amazing Grace (R. Crabtee & Scottish Celtic Bagpipers)

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Της ξενητειάς

Άλλη μια φορά: η μάνα. Γιατί μας συγκινούν αυτά τα τραγούδια. Τί νοσταλγούμε ως την αγκαλιά της μάνας - τί σημαίνει; Τϊ δεν βρίσκουμε στη ζωή, στους ανθρώπους γύρω μας,σε όλα όσα μας περιβάλλουν; Και το αναζητούμε, κάποιες φορές με τόση αγωνία;
Είναι ένα συμβολο για κάτι που υπάρχει μέσα μας αλλά δεν το αναγνωρίζουμε. Κάτι που μας ανήκει - ένας κλήρος - αλλά το αρνηθήκαμε. Όπως όλα ίσως. Και από ποιόν δρόμο θα το πλησιάσουμε; Και πόσες ξενητειές θα μας πλανέψουν στο ταξίδι;
Σαν απόκληρος (Β. Τσιτσάνης, Σ. Μπέλλου, 1949)

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010