Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

Chinese operette: ChiWu

Στο γραφείο είχα ένα Κινέζικο κουτί, δώρο από παλιά. Πριν λίγο καιρό, το ξύλο του σάπισε - προσπαθησα να το επισκευάσω. Σκαλίζοντας, βρήκα στον πάτο του παραχωμένο ένα μάτσο κιτρινισμένα χειρόγραφα με ιδεογράμματα. Στην αρχή είπα να τα πετάξω, μαζί με το κουτί. Τελικά, τα πέρασα σε ένα σινομαθή να τα μελετήσει. "Λογοτεχνία της κακιάς ώρας", μου εξήγησε, "πιθανά επιστολές αναγνωστών προς στήλη σε λαϊκό περιοδικό". Σιγά-σιγά, άρχισε να μεταφράζει - να τα αποδίδει στη γλώσσα και την εποχή μας, διατηρώντας το αρχικό ύφος. Το κύριο θέμα είναι το δράμα της πελαγωμένης γυναίκας - της γυναίκας που αισθάνεται "θύμα", κατατρεγμένη από τη σκληρή τη μοίρα. "Γκομενικές ιστορίες καθημερινού χάους" τις χαρακτήρισε. Ίσως αυτό είναι ενδιαφέρον: πώς ξέφτια από τόσο μακρυά μοιάζουν τόσο κοντινά μας.

Τον Τσί'Ου τον προσέγγισα κάπως από τύχη. Η ΓιούΛα, η μικρότερη αδελφή μου, τον θυμήθηκε - απ'το Νησί, εκεί όπου η ίδια εγκαταστάθηκε (και αποκαταστάθηκε) τα τελευταία χρόνια. "Ρε συ ΤσούΛα, δες για δουλειά και τον Τσί'Ου πού'ναι εδώ πρώτο όνομα", είπε. Πήγα, τον είδα, τα βρήκαμε αμέσως.
Του άρεσαν τα δείγματα της δουλειάς μου (τού'φτιαξα και παρουσίαση άλφα-άλφα) - γυάλισε και το μάτι του σαν έσκασα μύτη, τέτοια "υποψήφια συνεργάτιδα" σκέτη λιχουδιά. Νά΄σου τα "συμπτωματικά" καψουροτράγουδα μπακ-γκράουντ, νά'σου τα ιμέλια με ρομαντικά θέματα, νά'σου τα ευγενικά τηλεφωνήματα, τα "μωρό μου" (έτσι τις λέει όλες όσες θέλει να πηδήξει) και τα ρέστα. Πήγαινε φυρί-φυρί.
Τον τρέλλανα. Κάτι το νυχάκι το βαμένο κόκκινο της φωτιάς, κάτι το στηθάκι επιμελημένα ανέμελο, κάτι τα αεράτα φορέματα (ήταν και καλοκαίρι γεμάτο). Και φάτσα-κάρτα κλεισμένοι στο σκατογραφείο οι δυό μας - δεν ήθελε και πολύ. Ως άντρας δεν μου άρεσε - λίγο στούμπος και προς στο λιγδέ. Και κοντά 20 χρόνια μεγαλύτερός μου. Αλλά έχω διδαχθεί να αντιμετωπίζω στωϊκα τη ζωή. Να προσαρμόζομαι.
Πασίγνωστος, όντως, ο Τσί'Ου: επαγγελματικά εδραιωμένος και πρώτη μούρη στην πιάτσα και στην κοινωνία του Νησιού. Και προπάντων πρώτος πέφτουλας - θηλυκιά γάτα δεν αφήνει απήδηχτη. Έχει κάνει τον κύκλο του: γάμο, οικογένεια, παιδιά, διαζύγιο. Κομπλέ. Τώρα πάιζει χύμα και έχει και επίσημη "σύντροφο", τη ΓιούΦο: καλό και γλυκό άνθρωπο - ή, μάλλον, πρόβατο. Ότι θέλει την κάνει ο Τσί'Ου - και ρέστα δεν δίνει.
Αφού τον έψησα καλά-καλά, πριν τού κάτσω για πήδημα τού ξηγήθηκα. "Είμαι ελεύθερη αλλά πληγωμένη και κακοπαθημένη κοπέλα. Μόλις χώρισα (ο ΜιέΜα με είχε παρατήσει, απ'το Μάϊο). Δε γουστάρω παιχνίδια - αν θες, πάμε για κάτι σοβαρό. Μαζί στη δουλειά, μαζί και στη ζωή."
Φχαριστήθηκε, είδε οτι στην τέχνη είμαι αστέρι μονάχο, κατάλαβε οτι έχω άποψη πώς πρέπει να τρέχει σωστά το μαγαζί. Τα συμφωνήσαμε: ταχεία αναβάθμιση, μισθολογική εξέλιξη, συνεργασίες, προοπτική για συνεταιρισμό. Όλα καλά.
Πέσαμε με τα μούτρα στις δουλειές (και στα προσωπικά μας, στα διαλείμματα). Για λίγο καιρό κράτησα την παλιά πρωϊνή απασχόληση: μόλις σχόλαγα, έτρεχα στου Τσί'Ου και έμενα μέχρι αργά. Αρχή Αυγούστου έκοψα από τον παλιό μου εργοδότη - έναν χοντρο-μαλάκα (μάλιστα και ψιλοσυγγενής, ο γελοίος). Του έστειλα γράμμα "παραιτούμαι διότι βρήκα δουλειά με καλύτερους όρους". Καλύτερους λέει; Και με προοπτική! Το πρωί δουλειά και το βράδυ συνεδρίες με τον Τσίου για τα δικά μας - του μαγαζιού και του ζευγαριού.
Έλα όμως που το άτιμο το σύμπαν δεν θέλει άνθρωπο να ορθοποδήσει. Πάνω που έστρωσα τον Τσί'Ου, πάνω που άφηνα την παλιά δουλειά: νάσου πίσω ο ΜιέΜα να προτείνει επανασύνδεση. "Θέλω να σε γνωρίσω απ'την αρχή" και τέτοια. "Καλά, καλά", του κάνω, "Έλα να κοιμηθούμε μαζί απόψε και βλέπουμε". Ήρθε, φυσικά.
Έτσι πέρασε το καλοκαίρι. Εξορμούσαμε με τον Τσί'Ου για δουλειές με τη μηχανή ή το αυτοκίνητό του στο Νησί και σ'άλλα μέρη. Κούραση όλη μέρα, το βράδυ έξοδο για δημόσιες σχέσεις και χαλάρωση, μετά ύπνο στο σπίτι του στη Χώρα (αντί να τρέχω στο δικό μου στο Λιμάνι). Πολύ τρέξιμο, δε λέω - αλλά άξιζε.
Γνώρισα από κοντά και τη ΓιούΦο. Με συμπάθησε, με εκτίμησε, με καλούσε σπίτι της για τραπέζι - φοβερή μαγείρισα. Βγαίναμε έξω παρέα, με τον Τσί'Ου, τη ΓιούΦο και άλλους της δουλειάς και του κύκλου του. Περνάγαμε ωραία. Σωστά πράματα, δίκαια: η σκληρή εργασία θέλει και καλή ανάπαυλα.
Παράλληλα, πίσω στην Πόλη κοιμόμουνα με το ΜιεΜά αλλά αυτός λύσσαγε - έτρωγε τα σκώτια του. Όλο γκρίνια, σκασίλα και παράπονο. Γιατί πηγαινοέρχομαι μαζί, γιατί μένω σπίτι του Τσί'Ου στο Νησί, γιατί δεν τον συστήνω στον εργοδότη μου κλπ. Τού'κοψα τη φόρα: "Ντροπή σου - με προσβάλεις με τις παρανοϊκές υποψίες σου. Εγώ σ'αυτά είμαι κάθετη - έχω αρχές. Ποτέ δεν ανακατεύω επαγγελματικά και προσωπικά. Και, εν πάσει περιπτώσει, αν η σχέση μας πάει όπως θέλω, θ'αλλάξω δουλειά - εφόσον ενοχλείσαι... (Ο νοών νοήτω - πανηλίθιε)" - αυτό το τελευταίο από μέσα μου.
Το χαβά του αυτός- όλο κάτι τον χάλαγε. Επιασε να σκαλίζει και τα παλιά: γιατί κάνω κουμπαριές και κολλητιλίκια με τον ΖιουΛί τον οποίο δεν συμπαθεί (αυτός παλιός μου γκόμενος και τώρα αδερφικός φίλος), με πόσους είχα κερατώσει τον ΦούΓουα (άλλος πρώην μου, τον είχα πριν μπλέξω με τον ΜιεΜά) πώς είχα φερθεί σε προηγούμενες γκομενικές ιστορίες (τράβα ρώτα: το κέρατο σύννεφο: από πού ν'αρχίσω;) και χίλια-μύρια τέτοια. Μ'έπρηζε.
Και με γρουσούζεψε; Δεν ξέρω. Πάντως, σταδιακά το νταλαβέρι μου με τον Τσίου χάλασε. Όσο η πίεση από τον ΜιεΜά ζόριζε, αραίωσε το πήδημα με τον ΤσίΌυ και αυτός ο κύριος τα ξέχασε όλα: πού αύξηση, πού συνεταιρισμός, πού "μαζί"; Αποδείχθηκε όνομα και πράμα: από κανάρα σε κανάρα, τσίου-τσίου και μετά πέρα βρέχει - ελεύθερο πουλί. Μεγάλος αληταράς!
Απογοητεύτηκα τόσο πολύ με την αναξιοπρέπεια και τη μικρότητα του Τσί'Ου. Ξέσπασα και στο ΜιεΜά που εν τω μεταξύ μού'κανε νερά: δεν έδινε λογαριασμό που πάει και τί κάνει ("Τί έκανες σήμερα; - Εεε, ξέρεις, δουλειές, μωρό μου..."), νυχτοπερπατούσε, έβλεπε και άλλες γυναίκες. Τα πήρα στο κρανίο. Του τά'χωνα: "Έτσι φέρεται ο σωστός άντρας - ο άξιος σύντροφος; Πώς μπορώ να σ'εμπιστεύομαι, να βασίζομαι; Όλο κρύβεσαι, όλο χάνεσαι και αφήνεις το κορίτσι σου να πνίγεται στα σκατά!" Κυριολεκτικά: ένα βράδυ έσπασε η αποχέτευση της λεκάνης και ο άχρηστος εξαφανισμένος για σχεδόν μια ώρα - τρόμαξα να τα μαζέψω κακήν-κακώς μόνη μου.
Μπούχτησα πια. Απόκαμα. Δεν ξέρω αν αξίζει τόσος κόπος, τόση υπομονή, τόση προσπάθεια. Τόσο δόσιμο. Σκέφτομαι: κάλλιο ηρεμία και περίμενε τον επόμενο, παρά να με εκμεταλλεύεται ο Τσί'Ου ή ο κάθε ΜιεΜά. Δεν αξίζουν.
Όμως εγω αξίζω πολλά. Και δεν μ'έχω του πεταμάτου. Capisce?

Δεν υπάρχουν σχόλια: