Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Καπνιζόντων: Ahl-Al Bayt

Αδερφέ μου, σαν έρθει η ώρα τού τελευταίου τσιγάρου, ορθώσου και πες "αυτοί είναι οι άνθρωποι τού Οίκου μου". Και όπως ο Προφήτης (ειρήνη και ευλογία Κυρίου μαζί του), σκέπασε τους αγαπημένους με το ρούχο σου. Γνώριζε, όμως: οι Εχθροί - άνθρωποι χαμένοι στο φθόνο, τυφλωμένοι από την απληστία και το φόβο - θα συνεχίσουν να χτυπούν.
Κύριε, κι'αν οι πράξεις τούς καταδικάζουν στην αιώνια τιμωρία, κι΄αν η βαρβαρότητα τούς σφραγίζει έξω απ'την καρδιά των ανθρώπων, Κύριε, παρακαλώ συγχώρεσε τους. Και χάρισε μου την ελπίδα οτι θα συγχωρεθω και εγώ. Μια μέρα. Ίσως.
Erbarme Dich (Κατά Ματθαίον Πάθη, J.S. Bach, 1727, D. Galou, 2008)

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

AptaShieras: μάικω, μάικω'μ,

Μ'έλεγε η μάνα μου: έξω απ' τα Σέρρας τότε, το ψωμί των χωρικών λιγοστό. Στην Άνω Βροντού, ένα χειμώνα βαρύ και πεινασμένο, ο προπάππους μου είδε κι'απόειδε - και κανόνισε ένα ευκατάστατο ζευγάρι της πόλης να πάρουν τη μικρή Λαμπρινή. Ψυχοκόρη.
Κορίτσι η γιαγιά, βρέθηκε να μεγαλώνει με ξένα αδέρφια. Το δεκάξι, ο Βουλγαρικός στρατός υποχωρώντας, αφού έκαψε το κέντρο της πόλης και αρκετά γύρω χωριά, πήρε απ'τα Σέρρας και την περιοχή χιλιάδες ομήρους. Άλλους εκτέλεσαν κι'άλλους οδήγησαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Σιούμλα, κοντά στη Βάρνα. Αναμεσά τους και η γιαγιά, βρέθηκε στα δεκαπέντε να σπάει πέτρα για δρόμους. Αυτό κράτησε περίπου ενάμισυ χρόνο.
Αργότερα, αφού γύρισε, την προξενέψαν σε έναν νέο από καλή και καθωσπρέπει οικογένεια, που είχε μπακάλικο στην οδό Μεραρχίας. Την πήρε κοντά του, τής έκανε δυο παιδιά κι'έμεινε μαζί της μέχρι την επόμενη Βουλγαρική κατοχή. Η γιαγιά τον θυμόταν με γλύκα, αλλά είμαι βέβαιος οτι κι'εκείνος χάρηκε την ομορφιά και την πραότητα της Λαμπρινής.
Kako si Majko (Šaban Šaulić, 1982)

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

AptaShieras: ο κύκλος των χαμένων στοχαστών

Μ'έλεγε η μάνα μου: στα Σέρρας τότε, ανήσυχοι νέοι της πόλης διάβαζαν και κουβέντιαζαν πολύ. Μαζευόντουσαν σε σπίτια και συζητούσαν για φιλοσοφικά θέματα, λογοτεχνία, νέες ιδέες. Ο αδελφός της συμμετείχε σ'αυτούς τους κύκλους - και από κοντά κόλλαγε και η ίδια, θαυμάστρια και ακόλουθος των "μεγάλων".
Τα μέσα -και τα χρήματα- λιγοστά. Αλλά δεν είχε σημασία. Τα βιβλία κυκλοφορούσαν χέρι-χέρι. Και στις βραδυές τη βγάζανε με λιόσπορους (μπατιρόσπορους τους λέγανε) και αραχίδες - την παραγωγή της περιοχής.
Αργότερα σκορπίσανε, όπως όλες ίσως οι νεανικές παρέες. Και το πέρασμα του καιρού, χάθηκαν. Μα ο απόηχος αυτής της εποχής έφθασε ως εμένα. Κάποια Χριστούγεννα, ο θείος μού χάρισε ένα βιβλίο του Τζιντού Κρισναμούρτι. Χρειάσθηκα (ο κόπανος) περίπου 30 χρόνια για να το εκτιμήσω.
Godspell - By my side (Stephen Schwartz, 1973)

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

AptaShierras: του χειμώνα

Μ'έλεγε η μάνα μου: στα Σέρρρας τότε, ο χειμώνας ήταν βαρύς. Μαθητούδια, με τον αδελφό της διαβάζανε πλάι στη μασίνα, και το μελανοδοχείο απάνω. Τις μέρες που το κρύο ήτανε χοντρό, έγραφες με βία - άμα αργούσες να επιστρέψεις το γυαλί στο τεζάκι, το μελάνι πάγωνε.
Στη λεωφόρο Μεραρχίας και τους άλλους εμπορικούς δρόμους, απ'τις μαρκίζες κρέμονταν σταλακτίτες ασπρογάλαζοι και οι περαστικοί βάδιζαν αλλοιθωρίζοντας. Τό'να μάτι κάτω, μη γλυστρήσουν στις παγωμένες πλάκες. Τ'άλλο πάνω, μην τους παραφυλάει κάνας τέτοιος ξιφιός του κάμπου να τους καρφώσει.
Αυτά δεν τα γνώρισα. Όμως κρατάω από (μεταγενέστερους) σερραϊκούς χειμώνες μυρωδιές. Πολλές. Τα ξύλα που καίγανε ολημερίς στις σόμπες και κάπνιζε όλη η πόλη. Τα παγωμένα σεντόνια και τη μυρωδιά της κουβέρτας. Και της άλλη κουβέρτας αποπάνω. Και της άλλης. Το σαπούνι που πότιζε τη βαμβακερή πυτζάμα. Τον αχνό της κουζίνας, αρωματικό και μυστηριώδη.
Απ'τα Σέρρας, η μάνα μου το κρύο το χόρτασε - και δεν τ'αγάπησε ποτέ.
Siguirilla: Romance de Juan Osuna (La Paquera de Jerez, 2000)