Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

AptaShieras: μάικω, μάικω'μ,

Μ'έλεγε η μάνα μου: έξω απ' τα Σέρρας τότε, το ψωμί των χωρικών λιγοστό. Στην Άνω Βροντού, ένα χειμώνα βαρύ και πεινασμένο, ο προπάππους μου είδε κι'απόειδε - και κανόνισε ένα ευκατάστατο ζευγάρι της πόλης να πάρουν τη μικρή Λαμπρινή. Ψυχοκόρη.
Κορίτσι η γιαγιά, βρέθηκε να μεγαλώνει με ξένα αδέρφια. Το δεκάξι, ο Βουλγαρικός στρατός υποχωρώντας, αφού έκαψε το κέντρο της πόλης και αρκετά γύρω χωριά, πήρε απ'τα Σέρρας και την περιοχή χιλιάδες ομήρους. Άλλους εκτέλεσαν κι'άλλους οδήγησαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Σιούμλα, κοντά στη Βάρνα. Αναμεσά τους και η γιαγιά, βρέθηκε στα δεκαπέντε να σπάει πέτρα για δρόμους. Αυτό κράτησε περίπου ενάμισυ χρόνο.
Αργότερα, αφού γύρισε, την προξενέψαν σε έναν νέο από καλή και καθωσπρέπει οικογένεια, που είχε μπακάλικο στην οδό Μεραρχίας. Την πήρε κοντά του, τής έκανε δυο παιδιά κι'έμεινε μαζί της μέχρι την επόμενη Βουλγαρική κατοχή. Η γιαγιά τον θυμόταν με γλύκα, αλλά είμαι βέβαιος οτι κι'εκείνος χάρηκε την ομορφιά και την πραότητα της Λαμπρινής.
Kako si Majko (Šaban Šaulić, 1982)

Δεν υπάρχουν σχόλια: