Απόγευμα, πριν λίγο καιρό, μετασταθμεύοντας σε δρόμους υπόγειους, είπα να πιώ έναν καφέ (με τσιγάρο, εννοείται) στο Μοναστηράκι. Αρχικά, κάθησα πλάι σε μια παρεα ξένων, αλλά τα βλέμματά τους μού έδωσαν να καταλάβω οτι ο καπνός ενοχλεί και άλλαξα θέση - απομακρύνθηκα.
Η νέα θέση μ'έφερε φάτσα-κάρτα με το χαμόγελο του Στρατή. Μελαχροινός, δεμένος και μάτι διψασμένο για παρέα. Καβούρια είχε η καρέκλα του: στριφογυρνούσε, κοίταζε, απηύθυνε το λόγο στο προσωπικό του καφενείου, το αφεντικό, τους θαμώνες, τους περαστικούς που μπαινόβγαιναν.
Μπήκα στο οπτικό του πεδίο. Με πέρασε μια ταχεία αξονική και με ρώτησε κάτι για το μετρό - εκείνες τις μέρες οι ώρες λειτουργίας ήταν άτακτες λόγω απεργιών. "Και πώς σ'λιέν φίλ'; Γιώργο. Α, ωραία - ιγώ'μ' ου Στρ'τής" - μύρισε Λέσβο το μαγαζί. Αιολία κι πάσης (Μεγάλης) Ελλάδος..
Κουβέντα στην κουβέντα βρεθήκαμε να ξεκαπακώνουμε (τί άλλο;) ούζα Μυτιλήνης. Και ξανά-ούζα και δώστου-τράβα συζήτηση. Περαστικός" στην Αθήνα - ο πατέρας του αρρώστησε ξαφνικά και "ευτυχώς τον μεταφέραμε γρήγορα σε νοσοκομείο εδώ". Ζόρικα τα πράγματα – οι γιατροί σκοτεινιάζουν σαν δίνουν νεα. Είναι και ο αδελφός του κοντά (μικρότερος αλλά μέγεθος ντουλάπα τρίφυλλη και σκληρός σα μαντέμι) -κάνουνε αποστολές οι δυό τους Λέσβο-Αθήνα να παραστέκονται στον πατέρα.
Κάτσαμε ως αργά. Σχολείο. Ο Στρατής παρέδινε μαθήματα από τη σοφία των απλών, καθαρών ανθρώπων. Ξεκούκκιζε τις κουβέντες σα κεχριμπαρένιες χάντρες: διάφανες και γήινες. Ο πατέρας του άντρας του παλιού καιρού: έκανε τα δικά του στα νιάτα του και μετά έδεσε και στρώθηκε να ασχοληθεί με οικογένεια. Και κορώνα του η κυρά και τα τρία τους παιδιά. Σωστός!
Το παράπονο του Στρατή είναι με τους ανθρώπους στην Αθήνα. Ακατανόητο: δεν τού μιλάνε. "Είμ' κι μαύρους-μαύρους - γύφτους!" είπε πικρογελώντας. "Να, προχθές ρώτ'σα μια κοπελιά το δρόμο κι'ούτ' μ'απάντ'σι ". Του ματώνει την καρδια αυτή η ξενιτειά, οι κλειστές φάτσες. "Στο νησί τους ξέρω όλους, μιλάω με όλους. Είμαι ο Στρατής – άνθρωπο δεν έχω βλάψει – και η οικογένειά μου όλα τα παλεύει".
Πάρτα (παπάρα!) Ν'ανοίξει η γή να με καταπιεί – τον "Αθηναίο". "Φοβούνται, στην Αθήνα", του είπα. Έτσι είναι. Μας έχει σκοτώσει ο φόβος πριν την ώρα μας. Και δεν ξέρουμε και γιατί, ρε γαμώτο. Δεν ξέρουμε τί ακριβώς ρισκάρουμε – τα χάλια μας;
Αυτά Στρατή. Αυτά και στην υγειά σου.
Κάνε τσιγάρο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Τί είναι άραγε αυτό που μας κάνει τόσο επιφυλακτικούς, φοβισμένους και καχύποπτους ακόμα και σε μια απλή καλημέρα;
Στην υγειά του Στρατή, με Σαμαρά, ή Πιτσιλαδή :)))
Καλησπέρα Coffeemug,
Μακάρι νάξερα ακριβώς... Καθένας έχει το δικό του cocktail - είναι τόσοι πολλοί που "διατίθενται" στη γύρα: φόβος για τν οικονομική κρίση, την ανεργία, την περιβαλλοντική καταστροφή, την υγεία, τους ξένους, τη μοναξιά, την απόρριψη, τν έλειψη ευχαρίστησης, την απομόνωση, το θάνατο κλπ.κλπ
Νομίζω βομβαρδιζόμαστε με προτροπές να φοβηθούμε, να προσέξουμε, να αμυνόμαστε, να φυλαγόμαστε.
Δημοσίευση σχολίου