Ο σινομαθής γνωστός μου έκανε πάλι δουλειά - με κέφι. Όταν αποδίδει τα χειρόγραφα του κουτιού στη γλώσσα μας βρίσκει ένα γούστο, μια οικειότητα. Λες και διαβάζεις "Μίλα μου κάπως" σε free press, ή κάτι τέτοιο.
Αφού μ'έψησε όλο το καλοκαίρι - αρχικά με τη γκρίνια και μετά με την αδιαφορία του - ο ΜιέΜα με κάλεσε για τσάι. "Τρία πράγματα θέλω να ξέρεις: δεν πρόκειτα να δεχτώ τον κολλητό σου τον ΖιουΛί στον προσωπικό μου κύκλο, δεν πρόκειτα να σε παντρευτώ και δεν πρόκειται να σου κάνω παιδί". Έγινα έξαλλη. "Ε, τότε τί κάνουμε εδώ; Καλή τύχη! Να πας να βρεις μια γυναίκα στην ηλικία σου - εγώ θέλω να παντρευτώ και να κάνω παιδιά. Μ'έναν άνδρα που να μ'αγαπάει και να τον αγαπάω", τού πέταξα. Κι'έφυγα.
Τη μεθεπομένη κιόλας έπιασα επαφή με τον ΦούΓουα - τον "τέως" μου. Είχα χαθεί επί ένα χρόνο - τον είχα στείλει αδιάβαστο λίγο αργότερα αφού γνώρισα τον ΜιέΜα - τον οποίον ενοχλούσαν οι επαφές με πρώην μου. Κάποια στιγμή μάλιστα, για να καθησυχάσω το ΜιέΜα, του είχα πει "Χέστηκα για το ΦούΓουα". Τώρα άρχισα με ιμέϊλ για τάχαμου "επαγγελματική δικτύωση" (ανταποκρίθηκε θερμά με τη μία), συνέχισα με τηλεφωνο και μηνύματα - στο τέλος της βδομάδας πήγα βράδυ σπίτι του. Είχαμε άνεση - η ΛιούΝα, η "επίσημη συντροφός" του, δεν ήταν εκεί. Τάπαμε, θυμηθήκαμε τα παλιά, κοιμηθήκαμε μαζί. Όλα καλά. "Ξαφνιάστηκα που επικοινώνησες", μου είπε, "νόμιζα πως δεν ήθελες να με ξαναδείς πια". "Μα γιατί σχημάτισες αυτήν την εντύπωση;", απόρησα, "ποτέ δεν εννοούσα κάτι οριστικό - απλά για ένα διάστημα δεν ήταν εφικτό να βλεπόμαστε".
Τρείς μέρες μετά άρχισε κι'αυτός να μου κάνει νερά. Κάτι που μού'χει προπάντων μια "φιλική" έγνοια (λες και δεν πηδηχτήκαμε), κάτι που ο ντόμπρος χαρακτήρας του δεν γουστάρει τα κρυψίματα και τα παιχνίδια, κάτι που θέλει νά'ναι "εντάξει" με τη ΛιούΝα.
Τί έγινε, ξύπνησε ο καθωσπρεπισμός του; Εκνευρίστηκα. "Άκου να δεις," του λέω, "εμείς δεν είμαστε ούτε απλά εραστές ούτε απλά φίλοι. Είμαστε 2ΑΠΑ: δύο άνθρωποι που αγαπιώνται - μια για πάντα. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι εξελισσόμενο και ζωντανό πράγμα. Και τα συναισθήματα προκύπτουν φυσικά και αυθόρμητα: σαν τα μαλλιά ή τα νύχια που μεγαλώνουν μόνα τους. Και οφείλουμε να τα αναγνωρίζουμε και να τα ακολουθούμε."
"Καλά τα λες - έτσι είναι", παραδέχτηκε, "Και περνάμε ωραία μαζί - χωρίς πολλές κουβέντες και αναλύσεις." Του απάντησα "Ε, αφού είναι έτσι, κοίτα να κάνεις κουμάντο τη δικιά σου και μη μ' ανακατεύεις. Εγώ δε σε ρώτησα πώς θα χειριστώ το Μιέμα και τον κάθε Μ. Διαθέσιμη είμαι, όποτε θέλεις πάρε με εσύ!" Τα μάζεψε σα βρεγμένη γάτα: "Εντάξει, μικρό μου - θα σου τηλεφωνήσω".
Λίγες μέρες μετά έπεσα πάνω στον ΜιέΜα. "Θέλω να κοιμηθούμε μαζί - για μένα δεν άλλαξε τίποτα", του λέω. Δέχτηκε, φυσικά. Αλλά πάλι τρωγόταν μέσα του. Έφερνε την κουβέντα στο ΦούΓουα: κατάλαβα οτι, κάπως, κάτι είχε μάθει - ο παρανοϊκος. Όταν χωρίσαμε το πρωί ήταν πολύ κακόκεφος. Του ζήτησα να κανονίσουμε να βρισκόμαστε και εκείνος μου τα γύριζε: "Άσε να δούμε πότε, ίσως, μπορεί" κλπ.
Πικράθηκα τόσο πολύ! Διάψευση - για άλλη μια φορά. Πόσο θα αντέξω να δίνω ευκαιρίες, να προσφέρομαι, να χαρίζω την αγάπη μου. Και να απογοητεύομαι έτσι. Να με χρησιμοποιεί τζάμπα ο κάθε άχρηστος. Πόσο;
Ελεύθερη κοπέλα είμαι, στο κάτω της γραφής. Και σαν άνθρωπος ατόφιος, την αξιοπρέπειά μου την τιμάω πάνω απ'όλα. Capisce?
Αφού μ'έψησε όλο το καλοκαίρι - αρχικά με τη γκρίνια και μετά με την αδιαφορία του - ο ΜιέΜα με κάλεσε για τσάι. "Τρία πράγματα θέλω να ξέρεις: δεν πρόκειτα να δεχτώ τον κολλητό σου τον ΖιουΛί στον προσωπικό μου κύκλο, δεν πρόκειτα να σε παντρευτώ και δεν πρόκειται να σου κάνω παιδί". Έγινα έξαλλη. "Ε, τότε τί κάνουμε εδώ; Καλή τύχη! Να πας να βρεις μια γυναίκα στην ηλικία σου - εγώ θέλω να παντρευτώ και να κάνω παιδιά. Μ'έναν άνδρα που να μ'αγαπάει και να τον αγαπάω", τού πέταξα. Κι'έφυγα.
Τη μεθεπομένη κιόλας έπιασα επαφή με τον ΦούΓουα - τον "τέως" μου. Είχα χαθεί επί ένα χρόνο - τον είχα στείλει αδιάβαστο λίγο αργότερα αφού γνώρισα τον ΜιέΜα - τον οποίον ενοχλούσαν οι επαφές με πρώην μου. Κάποια στιγμή μάλιστα, για να καθησυχάσω το ΜιέΜα, του είχα πει "Χέστηκα για το ΦούΓουα". Τώρα άρχισα με ιμέϊλ για τάχαμου "επαγγελματική δικτύωση" (ανταποκρίθηκε θερμά με τη μία), συνέχισα με τηλεφωνο και μηνύματα - στο τέλος της βδομάδας πήγα βράδυ σπίτι του. Είχαμε άνεση - η ΛιούΝα, η "επίσημη συντροφός" του, δεν ήταν εκεί. Τάπαμε, θυμηθήκαμε τα παλιά, κοιμηθήκαμε μαζί. Όλα καλά. "Ξαφνιάστηκα που επικοινώνησες", μου είπε, "νόμιζα πως δεν ήθελες να με ξαναδείς πια". "Μα γιατί σχημάτισες αυτήν την εντύπωση;", απόρησα, "ποτέ δεν εννοούσα κάτι οριστικό - απλά για ένα διάστημα δεν ήταν εφικτό να βλεπόμαστε".
Τρείς μέρες μετά άρχισε κι'αυτός να μου κάνει νερά. Κάτι που μού'χει προπάντων μια "φιλική" έγνοια (λες και δεν πηδηχτήκαμε), κάτι που ο ντόμπρος χαρακτήρας του δεν γουστάρει τα κρυψίματα και τα παιχνίδια, κάτι που θέλει νά'ναι "εντάξει" με τη ΛιούΝα.
Τί έγινε, ξύπνησε ο καθωσπρεπισμός του; Εκνευρίστηκα. "Άκου να δεις," του λέω, "εμείς δεν είμαστε ούτε απλά εραστές ούτε απλά φίλοι. Είμαστε 2ΑΠΑ: δύο άνθρωποι που αγαπιώνται - μια για πάντα. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι εξελισσόμενο και ζωντανό πράγμα. Και τα συναισθήματα προκύπτουν φυσικά και αυθόρμητα: σαν τα μαλλιά ή τα νύχια που μεγαλώνουν μόνα τους. Και οφείλουμε να τα αναγνωρίζουμε και να τα ακολουθούμε."
"Καλά τα λες - έτσι είναι", παραδέχτηκε, "Και περνάμε ωραία μαζί - χωρίς πολλές κουβέντες και αναλύσεις." Του απάντησα "Ε, αφού είναι έτσι, κοίτα να κάνεις κουμάντο τη δικιά σου και μη μ' ανακατεύεις. Εγώ δε σε ρώτησα πώς θα χειριστώ το Μιέμα και τον κάθε Μ. Διαθέσιμη είμαι, όποτε θέλεις πάρε με εσύ!" Τα μάζεψε σα βρεγμένη γάτα: "Εντάξει, μικρό μου - θα σου τηλεφωνήσω".
Λίγες μέρες μετά έπεσα πάνω στον ΜιέΜα. "Θέλω να κοιμηθούμε μαζί - για μένα δεν άλλαξε τίποτα", του λέω. Δέχτηκε, φυσικά. Αλλά πάλι τρωγόταν μέσα του. Έφερνε την κουβέντα στο ΦούΓουα: κατάλαβα οτι, κάπως, κάτι είχε μάθει - ο παρανοϊκος. Όταν χωρίσαμε το πρωί ήταν πολύ κακόκεφος. Του ζήτησα να κανονίσουμε να βρισκόμαστε και εκείνος μου τα γύριζε: "Άσε να δούμε πότε, ίσως, μπορεί" κλπ.
Πικράθηκα τόσο πολύ! Διάψευση - για άλλη μια φορά. Πόσο θα αντέξω να δίνω ευκαιρίες, να προσφέρομαι, να χαρίζω την αγάπη μου. Και να απογοητεύομαι έτσι. Να με χρησιμοποιεί τζάμπα ο κάθε άχρηστος. Πόσο;
Ελεύθερη κοπέλα είμαι, στο κάτω της γραφής. Και σαν άνθρωπος ατόφιος, την αξιοπρέπειά μου την τιμάω πάνω απ'όλα. Capisce?
1 σχόλιο:
Τι καλά που με παρέπεμψες σε αυτές τις δημοσιεύσεις σου, Prths!!!
(Ε, βέβαια! Αφού διάβασα και για τον Τσίου -τον, όνομα και πράμα!
Πολύ ρεαλιστικές, ζωντανές, διαχρονικές οι αφηγήσεις -απτές, σχεδόν, θα έλεγα...
Προσπάθεια - αντοχή - υπομονή - διάψευση- απογοήτευση... ο φαύλος(;) κύκλος της φίλης μας που, με κάποιο τρόπο επαναλαμβάνεται και καταλήγει στο ίδιο σημείο...
Πικρές αλήθειες... αλλά ευτυχώς, επίγνωση της αξίας (και) της ελευθερίας!
Συναρπαστικά και τα δύο κείμενα!
Δημοσίευση σχολίου