Au fort, pour eviter riotes,
Je crie a toutes gens mercis.
François Villon, Ballade de Mercy

Ήταν άψογα! Τά' παν όλα – στην εντέλεια. Που στα γεράματα φοράω χάμουρα με φούντες και λιλιά. Που νταβραντίζομαι - ξανά. Που γίνομαι κακό. Που ονειρεύομαι τον υπέρτατο αλογο-έρωτα. Που πάσχω από ατέλειωτες αμφιθυμίες και σύγχυση. Που θυμώνω, και σπάζω και σκορπίζω το παχνί μου. Που κλαίω και θέλω τη φοράδα τη μάνα μου. Που ο ύπνος μου μοιάζει με ιππική κόλαση – μέσ' τον εφιάλτη και το χλιμίντρισμα. Που την παλεύω αλλά δεν την κερδίζω. Που κάθε τρεις και λίγο ξεστρατίζω.
Σαν έφτυνε τις χούφτες του, ο εργάτης ρώτησε "Και από τί το χάσατε, το συμπαθές υποζύγιο;" "Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν!" – ψυθίρισε μια φωνή – "Σκέτο νούμερο ήταν: άχρηστο, αχάριστο και αναίσθητο. Και από ζημιές και απρέπειες: σωρό..." Και συνέχισε δυνατότερα: "Ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει, Ψαρή μου. Να ζήσουμε να σε θυμόμαστε."
"Χαράμι τα σανά του, δηλαδής", αποκρίθηκε εκείνος. "Αμήν. Να ζήσετε και νά 'χετε πάντα κουράγια - να τ'αναπαύετε και να τα σ'χωρνάτε τα έρμα."
Κι' έπιασε το φτυάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου