Έβαλε τα δυνατά του ο γνωστός μου κι' έφτασε στο τελευταίο χειρόγραφο του κουτιού. Θέλησε να ολοκληρώσει τις σινολογικές του μελέτες πριν φύγει για διακοπές - όλα κι'όλα. Αυτό το στερνό, από άλλο χέρι: διαφορετικό γράψιμο, αλλιώτικο ύφος.
Τον ευχαρίστησα και, με την άδειά του, το αντέγραψα . Να το θυμάμαι, γιατί ξεχνάω εύκολα (είναι και το ατύχημα στην κούνια, το Alzheimer, το καντήλι που σώνεται - όλα αυτά).
Γνωρίστηκαν σε ένα τεϊοποτείο. Την είχε προσέξει καιρό πριν να συχνάζει στη γειτονιά. Από την πρώτη φορά που την αντικρυσε, τον μάγεψε: όμορφη, γεμάτη χάρη, απερίγραπτα ερωτική. Απλά υπέροχη. Όταν του μίλησε, σχεδόν παρέλυσε - αράδιασε ένα σωρό ανοησίες.
Σύντομα μετά τη γνωριμία τους ξαναβρέθηκαν "τυχαία" και μοιράστηκαν γλυκό κρασί που εξελίχθηκε σε ασυγκράτητες ερωτοτροπίες. Ούτε κατάλαβαν πότε και πώς χύθηκαν ο ένας πάνω στον άλλο - η έλξη ήταν ανεξέλεγκτη.
Στην πρώτη τους κουβέντα, όταν αντάλλάξαν τις ιστορίες τους - και λίγο πριν τα σώματά τους αγγίξουν και λυώσουν στα φιλιά και τα χάδια - τού είπε δυό πράγματα. "Είμαι σε μια σχέση" και "Α! Εσύ είσαι συντροφικός!".
Τον κάλεσε τη μεθεπόμενη το βράδυ σπίτι της. Έκαναν έρωτα και κοιμήθηκαν τυλιγμένοι. Την άλλη μέρα του είπε οτι χώρισε - και οτι αισθανεται σαν να είχε πλαγιάσει με άλογο. Εκείνος πάλι, ότι ζώο και να ήταν, πετούσε στα ουράνια.
Της ζήτησε και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του - ήθελε να μη στερείται την παρουσία της στιγμή. Την έλεγε "το μισό μου πορτοκαλάκι". Έτσι αισθανόταν στην αγκαλιά της. Έβρισκε το ταίρι του, το "είναι" που συμπληρώνει το δικό του και κάνει το κύτταρό του να τραγουδάει.
Παραπατούσαν σχεδόν δυό βασανισμένα χρόνια. Δράμα: μπρος-πίσω, κοντρα στην κόντρα, χωρισμός και σμίξιμο, λαχτάρα και απώλεια. Όλα μαζί - αταίριαστο τανγκράμ. Και, πάνω απ'όλα, βία. Βία δική του: σκληρότητα, ταπείνωση, σαρκασμόςα, αδιαφορία, σιωπηλή και εκρηκτική οργή - μια μεθυσμένη νύχτα έφτασε να τη χτυπήσει. Βία δική της: ψέμμα, χειρισμός, υποκρισία, ενοχοποίηση, εξευτελισμός, αναίδεια, συνεχής πρόκληση. Ύφαναν ανάμεσά τους ένα μαύρο πέπλο από πόνο, δάκρυα, θλίψη, πίκρα. Σκοτάδι. Και όσες φορές προσπάθησαν να το διαπεράσουν - να βρεθούν - τσακίστηκαν πάνω του.
Ίσως ήταν αναγκαίο όλο αυτό το βάσανο για να καταλάβουν; Οι πρώτες φράσεις της ήταν προφητικές - τα είχε πει όλα. Η ίδια ήταν και συνέχισε πάντα να είναι σε μια σχέση: με το παρελθόν της, το χθές, τους διάφορους - πρόσφατους ή παλαιότερους - ερωτικούς συντρόφους της. Αυτές οι σχέσεις είναι ότι κοντινότερο έχει ζήσει στην κάλυψη των συναισθηματικών και υλικών αναγκών της - η Νιρβάνα της σε τεύχη. Κι'όχι μόνο διότι αντιμετωπίζει τις σχέσεις ως "δούναι και λαβείν"- δηλαδή έμαθε να πορεύεται με τις συνδρομές των πρώην ή επίδοξων εραστών της. Αλλά, ακόμη περισσότερο ίσως, διότι η αποδοχή που βρίσκει στις πολυάριθμες ερωτικές περιπέτειες ανακουφίζει τον πόνο από τις πληγές των παιδικών και νεανικών της χρόνων: την απόρριψη, την αποξένωση, την αδιαφορία, την ανασφάλεια. Γονείς και οικείοι την πότισαν ενοχές, επιθετικότητα και μια ασίγαστη μνησικακία για το άδικο σύμπαν και - ιδίως - τους άνδρες. Εισέπραξε το μαύρο απόσταγμα από τα δικά τους πάθη.
Και, ναι, εκείνος ήταν "συντροφικός" - εμμονικά. Προσκολλημένος σε θραύσματα από το παρελθόν του, στην εξωραϊσμένη εικόνα της συμπόρευσης των δύο που χτίζουν μαζί κοινό αύριο και μοιράζονται καλές και δύσκολες μέρες. Έψαχνε να ανακατασκευάσει μια παραδομένη (και τελικά εξαρτημένη) "συντροφικότητα". Ένα εγωϊκό φάντασμα, μιας άλλης εποχής. Όχι τυχαία: από παιδί έμαθε να μοιράζεται εκτίμηση, αναγνωριση, αποδοχή, ενθάρρυνση με το στενό του περιβάλλον: φίλους, συγγενείς, συνεργάτες. Υπερπροστατευτικοί γονείς (και κυρίως μάνα) τον δίδαξαν ένα ρομαντικό σύμπαν όπου η προσφορά είναι φυσική χαρά, όλοι έχουν τη σεβαστή τους θέση και ο άνδρας ξέρει και πράττει το σωστό. Και αυτό το σύμπαν κόσμημα και μήτρα του έχει τη γυναίκα - χαρά μαζί και εξιδανικευμένο σύμβολο.
Διαφορετικές πορείες, διαφορετικές ανάγκες, διαφορετικά ζητούμενα. Διαφορετικά και αταίριαστα. Και, αντί για αγάπη, αντάλλασαν εκβιασμό για να φέρουν ο ένας τον άλλο στα μέτρα του - να παραδώσει αυτό που τόσο επιτακτικά ζητούσε το "εγώ" καθενός. Δυό μισότυφλοι ζητιάνοι που προτείνουν ο ένας στον άλλο το βρώμικο καθρέφτη του.
Κάτω από τις συγκρούσεις και την απουσία συνενόησης υπάρχει, τελκά, μάλλον το ακριβώς αντίθετο: καταλαβαίνονται πολύ καλά. Γνωρίζουν πως η λαχτάρα να ενωθούν θα μείνει ανεκπλήρωτη - όπως ίσως και η κάλυψη των εγωϊκών προσδοκιών τους. Κι' αυτή την αλήθεια πώς να τη χωρέσουν; Και πώς να τη μοιραστούν - αφού περιέχει την ίδια της την άρνηση;
Τον ευχαρίστησα και, με την άδειά του, το αντέγραψα . Να το θυμάμαι, γιατί ξεχνάω εύκολα (είναι και το ατύχημα στην κούνια, το Alzheimer, το καντήλι που σώνεται - όλα αυτά).
Γνωρίστηκαν σε ένα τεϊοποτείο. Την είχε προσέξει καιρό πριν να συχνάζει στη γειτονιά. Από την πρώτη φορά που την αντικρυσε, τον μάγεψε: όμορφη, γεμάτη χάρη, απερίγραπτα ερωτική. Απλά υπέροχη. Όταν του μίλησε, σχεδόν παρέλυσε - αράδιασε ένα σωρό ανοησίες.
Σύντομα μετά τη γνωριμία τους ξαναβρέθηκαν "τυχαία" και μοιράστηκαν γλυκό κρασί που εξελίχθηκε σε ασυγκράτητες ερωτοτροπίες. Ούτε κατάλαβαν πότε και πώς χύθηκαν ο ένας πάνω στον άλλο - η έλξη ήταν ανεξέλεγκτη.
Στην πρώτη τους κουβέντα, όταν αντάλλάξαν τις ιστορίες τους - και λίγο πριν τα σώματά τους αγγίξουν και λυώσουν στα φιλιά και τα χάδια - τού είπε δυό πράγματα. "Είμαι σε μια σχέση" και "Α! Εσύ είσαι συντροφικός!".
Τον κάλεσε τη μεθεπόμενη το βράδυ σπίτι της. Έκαναν έρωτα και κοιμήθηκαν τυλιγμένοι. Την άλλη μέρα του είπε οτι χώρισε - και οτι αισθανεται σαν να είχε πλαγιάσει με άλογο. Εκείνος πάλι, ότι ζώο και να ήταν, πετούσε στα ουράνια.
Της ζήτησε και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του - ήθελε να μη στερείται την παρουσία της στιγμή. Την έλεγε "το μισό μου πορτοκαλάκι". Έτσι αισθανόταν στην αγκαλιά της. Έβρισκε το ταίρι του, το "είναι" που συμπληρώνει το δικό του και κάνει το κύτταρό του να τραγουδάει.
Παραπατούσαν σχεδόν δυό βασανισμένα χρόνια. Δράμα: μπρος-πίσω, κοντρα στην κόντρα, χωρισμός και σμίξιμο, λαχτάρα και απώλεια. Όλα μαζί - αταίριαστο τανγκράμ. Και, πάνω απ'όλα, βία. Βία δική του: σκληρότητα, ταπείνωση, σαρκασμόςα, αδιαφορία, σιωπηλή και εκρηκτική οργή - μια μεθυσμένη νύχτα έφτασε να τη χτυπήσει. Βία δική της: ψέμμα, χειρισμός, υποκρισία, ενοχοποίηση, εξευτελισμός, αναίδεια, συνεχής πρόκληση. Ύφαναν ανάμεσά τους ένα μαύρο πέπλο από πόνο, δάκρυα, θλίψη, πίκρα. Σκοτάδι. Και όσες φορές προσπάθησαν να το διαπεράσουν - να βρεθούν - τσακίστηκαν πάνω του.
Ίσως ήταν αναγκαίο όλο αυτό το βάσανο για να καταλάβουν; Οι πρώτες φράσεις της ήταν προφητικές - τα είχε πει όλα. Η ίδια ήταν και συνέχισε πάντα να είναι σε μια σχέση: με το παρελθόν της, το χθές, τους διάφορους - πρόσφατους ή παλαιότερους - ερωτικούς συντρόφους της. Αυτές οι σχέσεις είναι ότι κοντινότερο έχει ζήσει στην κάλυψη των συναισθηματικών και υλικών αναγκών της - η Νιρβάνα της σε τεύχη. Κι'όχι μόνο διότι αντιμετωπίζει τις σχέσεις ως "δούναι και λαβείν"- δηλαδή έμαθε να πορεύεται με τις συνδρομές των πρώην ή επίδοξων εραστών της. Αλλά, ακόμη περισσότερο ίσως, διότι η αποδοχή που βρίσκει στις πολυάριθμες ερωτικές περιπέτειες ανακουφίζει τον πόνο από τις πληγές των παιδικών και νεανικών της χρόνων: την απόρριψη, την αποξένωση, την αδιαφορία, την ανασφάλεια. Γονείς και οικείοι την πότισαν ενοχές, επιθετικότητα και μια ασίγαστη μνησικακία για το άδικο σύμπαν και - ιδίως - τους άνδρες. Εισέπραξε το μαύρο απόσταγμα από τα δικά τους πάθη.
Και, ναι, εκείνος ήταν "συντροφικός" - εμμονικά. Προσκολλημένος σε θραύσματα από το παρελθόν του, στην εξωραϊσμένη εικόνα της συμπόρευσης των δύο που χτίζουν μαζί κοινό αύριο και μοιράζονται καλές και δύσκολες μέρες. Έψαχνε να ανακατασκευάσει μια παραδομένη (και τελικά εξαρτημένη) "συντροφικότητα". Ένα εγωϊκό φάντασμα, μιας άλλης εποχής. Όχι τυχαία: από παιδί έμαθε να μοιράζεται εκτίμηση, αναγνωριση, αποδοχή, ενθάρρυνση με το στενό του περιβάλλον: φίλους, συγγενείς, συνεργάτες. Υπερπροστατευτικοί γονείς (και κυρίως μάνα) τον δίδαξαν ένα ρομαντικό σύμπαν όπου η προσφορά είναι φυσική χαρά, όλοι έχουν τη σεβαστή τους θέση και ο άνδρας ξέρει και πράττει το σωστό. Και αυτό το σύμπαν κόσμημα και μήτρα του έχει τη γυναίκα - χαρά μαζί και εξιδανικευμένο σύμβολο.
Διαφορετικές πορείες, διαφορετικές ανάγκες, διαφορετικά ζητούμενα. Διαφορετικά και αταίριαστα. Και, αντί για αγάπη, αντάλλασαν εκβιασμό για να φέρουν ο ένας τον άλλο στα μέτρα του - να παραδώσει αυτό που τόσο επιτακτικά ζητούσε το "εγώ" καθενός. Δυό μισότυφλοι ζητιάνοι που προτείνουν ο ένας στον άλλο το βρώμικο καθρέφτη του.
Κάτω από τις συγκρούσεις και την απουσία συνενόησης υπάρχει, τελκά, μάλλον το ακριβώς αντίθετο: καταλαβαίνονται πολύ καλά. Γνωρίζουν πως η λαχτάρα να ενωθούν θα μείνει ανεκπλήρωτη - όπως ίσως και η κάλυψη των εγωϊκών προσδοκιών τους. Κι' αυτή την αλήθεια πώς να τη χωρέσουν; Και πώς να τη μοιραστούν - αφού περιέχει την ίδια της την άρνηση;
1 σχόλιο:
Καλησπέρα! Ήρθα να ακούσω το Άξιον Εστί, αλλά τζίφος...
Καλά να περνάς :)
Δημοσίευση σχολίου