Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Raison d'être: sex and money

Since my tender years, family and close ones taught me the fundamental reality of life: everybody wants more sex and more money. So true! Who doesn't care for sex and money, after all? Can one lead a wholesome existence without them? Would the world be a better place if everybody walked around starved for sex and penniless? No, ofcourse not. Humanity would be a chaotic bankrupt brothel, haunted by self-centered miserly outcasts.
See the point? Since everybody wants plenty of sex and money, it's logical everyone runs after them. By the same token, things we do to secure S&M are always justifiable - always within right. In fact, the more sex and money one gets, the happier a person is - all over. Isn't every living creature equally entitled to pursue happiness? And foremost and notably human beeings? Like myself, for instance?
Actually, lots of sex and money is the way to kill anxiety. The fear of suffering emotional and physical pain (a sure thing to return, some say). The fear of failing to sustain oneself and die (a definite eventuality, I am told). The fear of being isolated or "lesser" than the person one dreams oneself of.
Each time I enjoy good sex, I think I'll never feel pain or suffering again. The pleasure I get even sooths the bitterness I carry from my past: the wrath, the envy, the disappointment, the spending, the guilt. For a moment, at least.
And each time my wallet gets thicker, I reason it can stay full enough to pay through my old days: the geriatrics, the beauty and health care, the peace of mind. I'll have others take care of me, when and as required. That's a basic sustenance: security. Because I plan to stay above ground for as long as I wish. Indefinitely, if possible.
"Indulging myself in fantasies", you may reply. Well - I am aware these notions of mine may not be universally accepted. Indeed, there is a possibility I might run again into hardship; a remote chance I will - you know - kick the bucket. Eventually.
On the other hand: who holds the entire, heaven-delivered, karma-cosmic-sealed, hyper-ultra-extra-pure Truth? And who cares to know? Bottom line: look, it actually works! So far I am alive and (with a little help from friends and lovers) reasonably gratified and healthy. See? All can be well, thanks to sex and money - no less. Scientifically established and field verified.
Like everyone, I happen to feel lonely and neglected. At times I feel a void inside - a kind of emptyness within. Like a hole in my heart or some cold dark fluid sipping through my bones. Then, I gather myself together and wait; just let it pass. And I start to look around with a fresh eye. Surely, I'll spot something, someone, somewhere out there to keep me better off. S&M-wise, ofcourse. The next lover, the next caregiver, the next provider.
To the next! Mother nature will deliver - have faith and carry on. To pray and prey. Over again.

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

The Philopsophical Society: Hippics

Au fort, pour eviter riotes,
Je crie a toutes gens mercis.
François Villon, Ballade de Mercy

Αλλόκοτο όνειρο... Ήμουν, λέει κοκκαλωμένο κουφάρι, μισοτυλιγμένο με χαρτόκουτα - μέσα σ'ένα λάκκο. Ένα αλογήσιο ψοφίμι. Equus mortuus.
Ξάπλα στο χώμα - με τα σκουλήκια και τα έντομα να χορεύουν στη χαίτη μου. "We 'll do the dirty job!" τραγουδούσαν. Και από πάνω μου, άνθρωποι με αποχαιρετούσαν. Λέγαν παινέματα και καλωσύνες για λόγου μου. Δηλαδή, για το άλογο που ήμουν κάποτε - πιο παλιά. Λέγαν και για τα στερνά τα χάλια μου.
Ήταν άψογα! Τά' παν όλα – στην εντέλεια. Που στα γεράματα φοράω χάμουρα με φούντες και λιλιά. Που νταβραντίζομαι - ξανά. Που γίνομαι κακό. Που ονειρεύομαι τον υπέρτατο αλογο-έρωτα. Που πάσχω από ατέλειωτες αμφιθυμίες και σύγχυση. Που θυμώνω, και σπάζω και σκορπίζω το παχνί μου. Που κλαίω και θέλω τη φοράδα τη μάνα μου. Που ο ύπνος μου μοιάζει με ιππική κόλαση – μέσ' τον εφιάλτη και το χλιμίντρισμα. Που την παλεύω αλλά δεν την κερδίζω. Που κάθε τρεις και λίγο ξεστρατίζω.
Σαν έφτυνε τις χούφτες του, ο εργάτης ρώτησε "Και από τί το χάσατε, το συμπαθές υποζύγιο;" "Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν!" – ψυθίρισε μια φωνή – "Σκέτο νούμερο ήταν: άχρηστο, αχάριστο και αναίσθητο. Και από ζημιές και απρέπειες: σωρό..." Και συνέχισε δυνατότερα: "Ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει, Ψαρή μου. Να ζήσουμε να σε θυμόμαστε."
"Χαράμι τα σανά του, δηλαδής", αποκρίθηκε εκείνος. "Αμήν. Να ζήσετε και νά 'χετε πάντα κουράγια - να τ'αναπαύετε και να τα σ'χωρνάτε τα έρμα."
Κι' έπιασε το φτυάρι.

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Καπνιζόντων: fairly well, to say

Ανάβω άλλο ένα τσιγάρο. Τραβάω. Βήχω. Είμαι καλά.
Είμαι ζωντανός. Και πονάω. Δεν είμαι άψυχος κούκλος - παιχνίδι, σκηνικό ή μηχανικός κομπάρσος στο πειραματικό καρμικό δράμα κάθε "άλλου". Ή, μάλλον, μου ανατίθεται και αυτός ο ρόλος - ερήμην μου - αλλά δεν μ'αρέσει. Επιμένω: είμαι γραφικό έμβιο, ένα γελοίο νούμερο με σφυγμό - για δες!
Είμαι ζωντανός. Και ματώνω. Ακριβώς: ματώνω διότι ζω και ζω για να ματώνω - ιδού μια διατύπωση της πρώτης ευγενούς αλήθειας. Αρνούμαι την αναισθησία. Καπνίζω και για τη ζημιά – για το σαματά. Γιατί μ'αρέσει η αψάδα του καπνού. Γιατί θέλω.
Είμαι ζωντανός. Και καπνίζω. Και χαίρομαι. Και ονειρεύομαι. Και επιλέγω. Και δίνομαι. Και καίγομαι. Και νιώθω.
Είμαι ζωντανός. Και αγωνίζομαι να αγαπώ. Πέφτω, σηκώνομαι, καθαρίζω την καρδιά και ακονίζω τη ματιά μου. Όσο μπορώ.
Ξανά. Για σήμερα. Για το δρόμο.

Δακρυσμένα μάτια (Μ. Θεοδωράκης, Γ. Θεοδωράκης - Λιποτάκτες)

Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

Zen exo Ziktyo...

Ωσπερ σκοπὸς πρὸς τὸ ἀποτυχεῖν οὐ τίθεται, οὕτως οὐδὲ κακοῦ φύσις ἐν κόσμῳ γίνεται Επίκτητος, "Εγχειρίδιον" κεφ. κζ'
Κακοῦ σκοπός πρὸς τὸ στουκάρειν οι άλλοι Prths, "Έν χοιρίδιον, δίς μαλάκιον"


Μάλλον άρχισα να παρα-συνδέομαι με το Διαδίκτυο. Χμμμ! Χαλάει η σύνδεση και επηρεάζεται η διάθεσή μου. Μού λείπει - όλο κάτι ψάχνω και εκνευρίζομαι που δεν το βρίσκω. Δεν πάμε καλά...
Γνωστό εξαρτησιογόνο, το Διαδίκυο τροφοδοτεί τη σκέψη με πληροφορίες. Μάλιστα συχνά ακατέργαστες, ασύντακτες, χύμα: "δεδομένα" τα λένε οι ειδικοί - πάντως μέσα από διαύλους αποστειρωμένους.
Πού είναι οι αισθήσεις, ο συνολική επαφή; Μιλάς με κάποιον - μυρίζεις και την αναπνοή του όμως; Ακούς τη φωνή, κάνεις τράκα το τσιγάρο του ("Α, Μπόμπορο καπνίζεις; πώς είναι; ελαφριά;") Μπορείς να τον αγγίξεις, να νιώσεις την ακτινοβολία του (thank you, my Lord Kelvin), τη ζεστασιά του; Ε, μπορείς;
Ακόμη και στον τυπωμένο γραπτό λόγο υπάρχει η αφή του βιβλίου, ο ήχος του, το άρωμα του (ή το ίχνος της κακομαθημένης ψιψίνας που το μπέρδεψε με την άμμο της). Κάνει και για σφήνα στο κοντό πόδι του τραπεζιού της κουζίνας (δεν διαβάζουμε την ώρα του φαγητού!) Λένε ορισμένοι: μπορείς να πετάξεις στο κεφάλι του αναιδούς παρενοχλητή...
Για να ξερουμε τί λέμε. Και τί δε λέμε - αλλά το ζούμε, κακά τα ψέμματα. Η επικοινωνία, η ανθρωπινη επαφή συνδέεται με μια ευρύτερη, μια πιο ολοκληρωμένη, αντίληψη - μια συμμετοχή. Ζημία η ευλογία, δεν έχει σημασία: Διαδίκτυο, εσύ και εμείς δεν είμαστε Ένα :P