Μ'αρέσει να κοιτάζω φωτογραφίες παιδιών. Ιδιαίτερα, τα πορτραίτα: εκεί που αντικρύζουν κατάματα το φακό ενός ξένου. Είναι μια ιδαίτερη στιγμή. Πολύ αποκαλυπτική για τη σχέση του παιδιού με τον κόσμο - το φωτογράφο, εν προκειμένω. Η στάση του σώματος και - πολύ περισσότερο - το βλέμμα λένε πολλά.
Το μήνυμα είναι άλλοτε "τρέχει τίποτα, κύριος, έχουμε κάνα θέμα;", άλλοτε "σκάω, λάμπω - πάρε φως κι'εσύ με το μαραφέτι". Ή ακόμη: "εδώ συνεργαζόμαστε, επικοινωνούμε", ή "με κόβεις από παιχνίδι, έλα να τελείωνουμε!"
Τα πιο "εύγλωτα" παιδικά πορτραίτα είναι, νομίζω, σε δυο κρίσιμες ηλικές. Καταρχήν, γύρω στα πέντε. Εκεί διακυβεύεται ένα μεγάλο πέρασμα. Από το στάδιο του θηλασμού, της απόλυτης και εγωκεντρικής εξάρτησης, το παιδί περνάει σε πιο υπεύθυνη κοινωνική παρουσία. Υπάρχουν και οι άλλοι. Και - οποίο θαύμα - οι άλλοι είναι μέλη της ανθρώπινης οικογένειας. Άουτσ!
Κατόπιν, γύρω στα δέκα. Ένα μεγάλο μέρος του χαρακτήρα έχει χτιστεί. Ποιά ανάγκη του ατόμου επικρατεί - τί δε χόρτασε η ψυχή του; κοινωνικότητα; αποδοχή; παιχνίδι; ανακάλυψη; επιβεβαίωση; στοργή, προστασία; Το παιδί είναι στην αφετηρία - στην αρχή του δρόμου της επιστροφής. Κι' εκείνη την ώρα, αυτή είναι η πυξίδα του. Για να διαλέξει το πρώτο μονοπάτι.
Τρίτη 28 Ιουλίου 2009
Κυριακή 26 Ιουλίου 2009
Bancs publics
Προχθές, η κουβέντα με την Ανατολή ήρθε στα "παγκάκια" - τους δημόσιους πάγκους που βρίσκονται σε πάρκα, κήπους, πρασιές, πλατείες. Μου δημιουργούν πάντα μια γλυκιά θαλπωρή, μια νοσταλγία. Τα αισθάνομαι μέρος μου - κατά κάποιο τρόπο είναι δικά μου και είμαι δικός τους: έχουμε μοιραστεί πολλά.
Είναι αθώα. Δεν ανήκουν σε κανέναν και ταυτόχρονα προσφέρονται σε όλους. Σαν μια έκφραση της Θείας Πρόνοιας. Λιτά, δεν κάνουν για άλλη δουλειά - μόνο για να ξαποστάσεις. Χωρίς σκοπό, πέρα από την απόλαυση της εγγύτητας, της συντροφιάς του άλλου ή του εαυτού μας. Μπορεί ταυτόχρονα και της θέας, ή της επαφής με τη φύση.
Τα παιδιά αγαπούν τα παγκάκια. Είναι αρμονικό μέρος του κόσμου τους. Διαθέσιμα, χωρίς όρους, μητρικά, άδολα και υπομονετικά. Και οι έφηβοι, και οι νέοι τα αγαπούν επίσης. Σ' ένα τρυφερό valse, ο Georges Brassens εξηγεί: τα παγκάκια είναι εκεί για να φιλοξενήσουν τις καινούργιες αγάπες - τους ερωτευμένους που ονειροπολούν το φωτεινό τους μέλλον.
Κάθε φορά που βλέπω ένα παγκάκι, μέσα μου το χαιρετάω. Είναι ένα αποκούμπι του διαβάτη. Μια στάση, στο δρόμο της επιστροφής.
Les amoureux des bancs publiqes (G.Brassens)
Είναι αθώα. Δεν ανήκουν σε κανέναν και ταυτόχρονα προσφέρονται σε όλους. Σαν μια έκφραση της Θείας Πρόνοιας. Λιτά, δεν κάνουν για άλλη δουλειά - μόνο για να ξαποστάσεις. Χωρίς σκοπό, πέρα από την απόλαυση της εγγύτητας, της συντροφιάς του άλλου ή του εαυτού μας. Μπορεί ταυτόχρονα και της θέας, ή της επαφής με τη φύση.
Τα παιδιά αγαπούν τα παγκάκια. Είναι αρμονικό μέρος του κόσμου τους. Διαθέσιμα, χωρίς όρους, μητρικά, άδολα και υπομονετικά. Και οι έφηβοι, και οι νέοι τα αγαπούν επίσης. Σ' ένα τρυφερό valse, ο Georges Brassens εξηγεί: τα παγκάκια είναι εκεί για να φιλοξενήσουν τις καινούργιες αγάπες - τους ερωτευμένους που ονειροπολούν το φωτεινό τους μέλλον.
Κάθε φορά που βλέπω ένα παγκάκι, μέσα μου το χαιρετάω. Είναι ένα αποκούμπι του διαβάτη. Μια στάση, στο δρόμο της επιστροφής.
Les amoureux des bancs publiqes (G.Brassens)
Τρίτη 21 Ιουλίου 2009
Half beggar's tale
Years passed since Ι found myself on the water's edge, next to the trail to the village. I don't remember much before. The little Ι guess comes from rare glimpses of memory - and from the marks on my body.
Half of it, that is; since the rest looks gnawed away by some strange beast. Where had Ι been locked? Who or what was my custodian? I can't tell.
It took me days to gather strength to crawl on the path. Kindhearted folks nursed my bleeding wounds. They let me perch on a bench by the churchyard. I stay here since. A beggar.
Beggars prey on people's souls. I trade my sufferings for scraps of life and bits of affection. I feed on human grace. But the pain keeps growing - and at times feels like more than my heart can take.
Some nights, though, an angel visits my den. She strokes my brow and gently whispers in my ear. She speaks of glories past and virtues lost. Of braves astray and fires asleep. She tells of all. Of One.
Often, putting her soft hand on my chest, she gently shoves aside my rugs. And, as my missing half emerges in a glow, Ι see a broken blade and a twisted flute. I never know where these come from.
Then, in her sweet voice, she sings a strange tune. In a language at once outlandish and familiar
Half of it, that is; since the rest looks gnawed away by some strange beast. Where had Ι been locked? Who or what was my custodian? I can't tell.
It took me days to gather strength to crawl on the path. Kindhearted folks nursed my bleeding wounds. They let me perch on a bench by the churchyard. I stay here since. A beggar.
Beggars prey on people's souls. I trade my sufferings for scraps of life and bits of affection. I feed on human grace. But the pain keeps growing - and at times feels like more than my heart can take.
Some nights, though, an angel visits my den. She strokes my brow and gently whispers in my ear. She speaks of glories past and virtues lost. Of braves astray and fires asleep. She tells of all. Of One.
Often, putting her soft hand on my chest, she gently shoves aside my rugs. And, as my missing half emerges in a glow, Ι see a broken blade and a twisted flute. I never know where these come from.
Then, in her sweet voice, she sings a strange tune. In a language at once outlandish and familiar
aunque el olvido que todo destruye
haya matado mi vieja ilusión
guardo escondida una esperanza humilde
que es toda la fortuna de mi corazón.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)