
Παλιά, σε χώρες φοβισμένες και καχύποπτες (πάνε αυτά – τώρα είμαστε καμαρωτή Ευρώπη), οι συνοριακοί φύλακες ρωτούσαν βαριεστισμένα το σκοπό της επίσκεψης "what is the purpose of your trip – business or pleasure?" "Pleasure – always pleasure" θα απαντούσα, πάντως. Διότι είναι πάντα χαρά να βρίσκομαι σ’αυτήν την πόλη – και αυτή τη χαρά δεν θα’θελα να μού τη στερήσω. Ούτε να την κρύψω.

Η Στοκχόλμη αγαπάει το φως: όλα στην πόλη είναι ρυθμισμένα για να συλλάβουν το φως και, στη ζωντάνια του, να αναδειχθούν. Είναι ένας τόπος που υμνεί το φώς – μια υπενθύμιση της μοναδικής αξίας του. Έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε.
Όχι οτι τελικά δεν ξεχνιόμαστε, βέβαια. Ξεχνιόμαστε, ξεχνιόμαστε... Διότι η Στοκχόλμη είναι επίσης πόλη που χάνεσαι. Εγώ, δηλαδή. Για παράδειγμα: δεν κατάφέρνω να τηρήσω ραντεβού. Κάτι ο καλός καιρός, κάτι τα φορτωμένα προγράμματα, κάτι η σουηδική τηλεφωνία που δεν με συμπαθεί (παραμένω μεγαλόθυμος - δεν κρατάω κακία στον Lindman ), η Στοκχόλμη με προτρέπει να (ανα)γνωρίζω το μοναχικό εαυτό μου. Εν τη σοφία της –και με τον τρόπο της- μου προσφέρει ακόμη μια ευκαιρία να ξεχαστώ και να με ξανα-αναζητήσω. Ενδεχομένως.