Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

Ἀντίο

Κάτι σὰν φῶς καὶ οὔτε φῶς,
ἡ ὥρα τοῦ ἐαυτοῦ σου ἔχει πέσει.
Χορεύουν φύκια
κάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοῦ νεροῦ.
Κ. Δημουλά, “Γῆ τῶν Απουσιῶν”
Ἡ ὥρα εἶχε περάσει.
Ὄμορφο ἀπόγευμα - πολύ. Ὁ Θάνατος πλάϊ της ξεχάστηκε, χαζεύοντας τὴ δύση. “Εἶναι ὥρα;” τὸν ρώτησε. “Ναί, καιρὸς νὰ γυρίζουμε”, τῆς ἀποκρίθηκε - καὶ τή φίλησε.
Τὰ λαστιχένια πέταλα στὸ σκουφάκι της ἀναδεύτηκαν - ἕνας μικρὸς θαλασσινὸς κῆπος. “Καλά, πουλάκι μου”, εἶπε, καὶ μπῆκε στὸ νερό.
Ὁ σκύλος - ὁ ἀναμάρτητος - ὀσφραίνοταν τὸν αέρα. Λίγο πιὸ κάτω, ὁ ἄντρας της ἔψαχνε τὸ βυθό - ἔτσι κάπως μαγεμένος κι ἀυτός.
Παράξενο φιλί, τοῦ Χάρου: γλυκὸ καὶ ἁλμυρὸ μαζί· κέρασμα καὶ κατευόδιο.
Καιρός νὰ γυρίζουμε.
Τώρα ἔκοβε τὸ νερὸ μαλακά-μαλακά, μὲ τρυφερὲς ἀπλωτές. Μάκρυνε. Πιὸ μετά, χάθηκε. Βούτηξε, εἴπαν, νὰ πιάσει τὸ δίσκο τοῦ ἥλιου.
Ἡ ὥρα, βλέπεις, εἶχε περάσει.